Με τη γαλλική φράση « Alors, c ' est la guerre », που σημαίνει « Πόλεμος λοιπόν », ο δικτάτορας Μεταξάς απορρίπτει το ιταλικό τελεσίγραφο και απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό.
Προς τον ελληνικόν λαόν,
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημας το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες μου εζήτησεν σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της. θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες,
τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τα ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Ιωάννης Μεταξάς
Αρχίζει έτσι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας στο αλβανικό μέτωπο, την ίδια ώρα που ο λαός διαδηλώνοντας στους δρόμους της Αθήνας κατά της φασιστικής Ιταλίας, τρέχει με ενθουσιασμό να καταταγεί και να πολεμήσει και έχοντας ουσιαστικά με την ήδη διαμορφωμένη ψυχολογία του, μετά τον τορπιλισμό της Έλλης τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, επιβάλλει εκείνος το "γαλλόφωνο όχι" του Μεταξά.
Δύο ημέρες μετά, 30 Οκτωβρίου 1940, από το Γενικό Στρατηγείο στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, ο "πατριώτης" Μεταξάς θα παραδεχθεί ουσιαστικά τους αληθινούς λόγους που οδήγησαν στο ΟΧΙ, απευθυνόμενος προς τους ιδιοκτήτες εφημερίδων και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου. Θα εξομολογηθεί με ειλικρίνεια το δίλημμά του, κήρυξη πολέμου ή ανατροπή του από το λαό, σ΄ένα κείμενο απ΄αυτά που πολλοί ιστορικοί και αναλυτές "ξεχνούν" να συμπεριλάβουν στα σημαντικότερα της εποχής.
"....Κύριοι,
Έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι' αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ' οποιονδήποτε. Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη δια τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον λόγον σας... Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε. Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι' όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι .
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των. Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ' ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών .
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την "Νέαν Τάξιν" . Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ "ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος".
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως "ασήμαντοι" εμπρός εις τα "οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα" τα οποία θα είχεν δια την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι' όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο "εις το ελάχιστον δυνατόν". Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς . Δηλαδή θα έπρεπε δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ' ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή ή ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Δεν δύναμαι αφ' ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία δια vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ' εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χοιροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες.
Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία είχεν φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα δια να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Tο Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τόν Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τα νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η "Δημοκρατική" θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "δευτέρας" Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της.........."
{object|youtube|'http://www.youtube.com/v/p7hpyh2IlRA&hl=en&fs=1'|425|344}
Πρώτη μάχη Οκτώβριος 1940
του στρατιώτη, τότε, Λάμπρου Θεοδωρόπουλου
1ο Σύνταγμα /1η ύλη ιππικού Θεσσαλονίκης. Δύναμη 150 ανδρών.
...."Ξεκινήσαμε από τη Σαμαρίνα, μία ύλη ιππικού με ίλαρχο τον κ. Πυλιορόφ Κνημ από τη Μόσχα. Νύχτα! Σκοτάδι βαθύ! Είχαμε πάρει λανθασμένη πληροφορία ότι οι Ιταλοί βρίσκονται πολύ μακριά της Πίνδου. Το απόγευμα της άλλης μέρα φτάσαμε σ΄ ένα ύψωμα.
Πριν από το ύψωμα βρήκαμε ένα κεφαλόβρυσο με πολύ νερό και όπως ήμασταν διψασμένοι, καθίσαμε να πιούμε και να φάμε χωρίς να έχουμε βγάλει εμπροσθοφυλακή. Αφού φάγαμε βγάζει ο ίλαρχος 2 άνδρες ως εμπροσθοφυλακή. Δεν τους έδωσε όμως πολύ χρόνο να απομακρυνθούν και αμέσως ξεκινήσαμε και εμείς προς το ύψωμα, νομίζοντας ότι οι Ιταλοί βρίσκονται πολύ μακριά. Πίσω τους λοιπόν και σεαπόσταση περίπου 50 μέτρων πρώτος πήγαινε ο ίλαρχος, δεύτερος εγώ και πίσω οι υπόλοιποι. Τα οπλοπολυβόλα ήταν φορτωμένα πάνω στ΄ άλογα. Όταν η εμπροσθοφυλακή έφτασε στην κορυφή, ξαφνικά ακούσαμε πυροβολισμούς. Ο ίλαρχος, επειδή ήμασταν ακανόνιστοι για μάχη, διέταξε οπισθοχώρηση για να απομακρυνθούμε λίγο και κατόπιν να προετοιμαστούμε για μάχη. Αφού οπισθοχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, κατεβάσαμε από τ' άλογα τα πολυβόλα και τα πυρομαχικά και πήραμε θέση μάχης. Αφήσαμε τ' άλογα κάτω και προχωρήσαμε σε σχηματισμό, έτοιμοι για την πρώτη μάχη. Όταν φτάσαμε στο ύψωμα οι Ιταλοί μας έριξαν. Άρχισε κανονική μάχη μέχρι το βράδυ. Σουρουπώνοντας σταματήσαμε και οπισθοχωρήσαμε λίγο, έχοντας πάρει όλα τα μέτρα ασφαλείας. Οι Ιταλοί δεν κινήθηκαν από τη θέση τους. Η μάχη συνεχίστηκε το πρωί και κράτησε μέχρι το βράδυ χωρίς να οπισθοχωρήσει κανείς.
Ο ίλαρχος ήθελε να δώσουμε τη μάχη αμέσως. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες αντιδρούσαμε, γιατί δεν είχαμε πολύ μέρα ακόμη. Υπερίσχυσε ο ίλαρχος και δώσαμε τη μάχη. Μία διμοιρία μπήκε στο χωριό, οι άλλες ήσαν στα υψώματα, άρχισε να πυροβολεί. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν, άρχισαν να οπισθοχωρούν προς το μοναδικό πέρασμα που είχαμε αφήσει. Τους χτυπάγαμε από όλα τα σημεία. Σήκωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν. Είχαν αρκετούς τραυματίες και νεκρούς. Αφού κατεβήκαμε και μεις από τα υψώματα, μαζί με τον ίλαρχό μας, τους βάλαμε σε μια εκκλησία. Το πρωί, αφού έλαβε σήμα ο ίλαρχος, τους πήραμε σαν αιχμαλώτους αλλά και μεις σαν άνθρωποι δεν τους κακομεταχειριστήκαμε. Στους τραυματίες διαθέσαμε τ' άλογά μας καθώς επίσης και στους αξιωματικούς τους. Αργότερα τους παραδώσαμε σε πεζικό στρατό. Και εμείς προχωρήσαμε προς τα βάθητης Αλβανίας όλοι, δίχως κανένας να απουσιάζει από την παρέα μας."
1940 - 1941 στο Αλβανικό μέτωπο
Προτού ακόμη εκπνεύσει η διορία του τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου οι ιταλικές δυνάμεις είχαν διαβεί τα ελληνοαλβανικά σύνορα και είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος καταλαμβάνοντας Φιλιάτες και Κόνιτσα και προχωρούσαν προς το Μέτσοβο για να αποκόψουν την Ηπειρο από τη Θεσσαλία. Αν οι Ιταλοί είχαν επιτύχει σε αυτή τη φάση, ίσως η έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου να ήταν διαφορετική.
Η Ελλάδα απέναντι στην ιταλική υπεροπλία ήταν ουσιαστικά απροετοίμαστη. Το μοναδικό εφόδιό της στην πραγματικότητα ήταν το υψηλό φρόνημα και η ομοψυχία των πολιτών της. Η επιστράτευση εξελίχθηκε σε αληθινό πανηγύρι, άρματα μάχης όμως δεν υπήρχαν ούτε μεταγωγικά. Τα αεροπλάνα ήταν παλιά, σχεδόν άχρηστα, και τα λιγοστά αεροδρόμια εντελώς ανεπαρκή. Οσο για τον εξοπλισμό, υπήρχαν ελλείψεις ακόμη και στα πιο αναγκαία εφόδια. Ωστόσο οι Ελληνες ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν τον εχθρό. Πρώτος στόχος της ιταλικής επίθεσης ήταν η Ηπειρος και η Πίνδος. Εκεί τις πρώτες ημέρες του πολέμου αντιστάθηκαν ηρωικά η VIII Μεραρχία με διοικητή τον στρατηγό Χαράλαμπο Κατσιμήτρο και το Απόσπασμα Πίνδου υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη.
Η μάχη στο Καλπάκι
Ο Κατσιμήτρος είχε αναλάβει την VIII Μεραρχία το 1938 και, αδιαφορώντας για τις αμφιταλαντεύσεις και τις πολιτικές ισορροπίες της Αθήνας, πίστευε ότι αν γινόταν ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας αυτή θα ξεκινούσε από την Αλβανία και επομένως η Ηπειρος θα ήταν ο πρώτος στόχος. Ετσι, αξιοποιώντας με θαυμαστό τρόπο τις μικρές πιστώσεις που του δόθηκαν από την Αθήνα τον Απρίλιο του 1939 και με την εθελοντική εργασία των ντόπιων κατοίκων, ο στρατηγός ετοιμάστηκε να υποδεχθεί τους εισβολείς: έστησε πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια, κατασκεύασε πολυβολεία σε καίρια σημεία και σταυροδρόμια και έκρυψε τα λιγοστά πυροβόλα του σε ορεινές σπηλιές.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου οι Ιταλοί είχαν μερικές επιτυχίες, πολύ μικρές είναι αλήθεια σε σχέση με την ετοιμοπόλεμη υπεροχή τους έναντι των Ελλήνων. Το μέτωπο άνοιξε από τον Γράμμο ως το Ιόνιο. Το σχέδιο του στρατηγού Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, ανωτάτου διοικητή των στρατευμάτων στην Αλβανία, ήταν σχετικά απλό: στο μισό μέτωπο, από το Λεσκοβίκι ως τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, οι μεραρχίες «Πάρμα», «Βενέτσια», «Πιεμόντε» και «Αρέτσο» θα κρατούσαν την άμυνα. Στο άλλο μισό του μετώπου, από το Λεσκοβίκι ως τη θάλασσα, θα γινόταν η επίθεση με τις μεραρχίες «Τζούλια», «Φεράρα», «Κένταυροι» και «Σιένα». Η μεραρχία «Τζούλια», αφού θα κατελάμβανε την Πίνδο και θα έκοβε την επικοινωνία ανάμεσα στη Μακεδονία και στην Ηπειρο, θα έφθανε στο Μέτσοβο και θα προχωρούσε για να καταλάβει τα Γιάννενα.
Ετσι το μέτωπο που έπρεπε να υπερασπιστεί η μεραρχία του Κατσιμήτρου εκτεινόταν από την Ηγουμενίτσα ως τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου. Με διορατικότητα ο στρατηγός αποφάσισε ότι η αποφασιστική μάχη εναντίον της προέλασης των Ιταλών θα έπρεπε να δοθεί στα στενά του Καλπακίου (Ελαίας). Πίστευε ότι εκεί θα στρεφόταν η κύρια επίθεση των Ιταλών, δεδομένου ότι το Καλπάκι ήταν η κυριότερη δίοδος προς τα Γιάννενα. Με το σχέδιο αυτό δεν συμφώνησαν το Γενικό Επιτελείο Στρατού και ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, αλλά ο Κατσιμήτρος ήταν πεισματάρης και επέμεινε στην άποψή του.
Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, σκοτάδι ακόμη, οι άνδρες τμημάτων της VIII Μεραρχίας είδαν απέναντί τους να ανάβουν χιλιάδες φλογίτσες και αμέσως μετά να σκάνε οβίδες που τίναζαν στον αέρα τα οχυρωματικά έργα του στρατηγού. Οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει με τον «φραγμόν πυρός» ο οποίος προηγείται της επίθεσης. Αμέσως μετά ακούστηκαν οι ερπύστριες των τεθωρακισμένων αρμάτων, των «Κενταύρων», το κροτάλισμα των πυροβόλων και οι πεζικάριοι της «Σιένα» και της «Φεράρα» ξεχύθηκαν σε πυκνούς σχηματισμούς. Με το χάραμα της πρώτης ημέρας του πολέμου από τις βάσεις στην Αλβανία άρχισαν να απογειώνονται τα ιταλικά αεροπλάνα και να βομβαρδίζουν την Ηπειρο. Μπροστά σε αυτή την τρομερή επίθεση οι άνδρες του Κατσιμήτρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την κύρια γραμμή άμυνας, δηλαδή το Καλπάκι.
Την 1η και στις 2 Νοεμβρίου οι Ιταλοί επιχείρησαν να μπουν στα στενά του Καλπακίου. Οι Ελληνες όμως ήταν αποφασισμένοι να μην τους αφήσουν να περάσουν. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου τα ιταλικά βομβαρδιστικά εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Βομβάρδισαν ακόμη και τα Γιάννενα σκοτώνοντας αμάχους. Το μεσημέρι με έναν «φραγμό πυροβολικού» οι Ιταλοί επιτίθενται με μεγάλες δυνάμεις στο Καλπάκι. Ο Κατσιμήτρος όμως με τους άνδρες του τούς περιμένει.
Η ιταλική επίθεση καθηλώθηκε από τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού και πεζικού. Ωστόσο οι Ιταλοί με τη βοήθεια ενός τάγματος Αλβανών κατέλαβαν το ύψωμα της Γκραμπάλας, το οποίο, μολονότι βρισκόταν εκτός της αμυντικής περιμέτρου του Καλπακίου, ήταν στρατηγικά απαραίτητο για την έκβαση των επιχειρήσεων γιατί δέσποζε των στενών. Τα ξημερώματα της επομένης το ύψωμα ανακαταλήφθηκε από τους Ελληνες, αλλά μετά από λίγο το ξαναπήραν οι Ιταλοί και μετά πάλι το κατέκτησαν οι Ελληνες. Αυτές οι «καντρίλιες» Ελλήνων και Ιταλών στην Γκραμπάλα συνεχίστηκαν ώσπου έληξε η μεγάλη μάχη στο Καλπάκι.
Στις 3 Νοεμβρίου από τα προκεχωρημένα παρατηρητήρια της VIII Μεραρχίας στάλθηκε στον Σταθμό Διοικήσεως το μήνυμα ότι «εχθρική φάλαγξ αρμάτων εκκινεί επί της οδού από Δολιανά προς Καλπάκι». Πράγματι, μοιρασμένοι σε δύο φάλαγγες, 30 αρμάτων η μία και 50 αρμάτων η άλλη, οι «Κένταυροι» εφόρμησαν πλησιάζοντας σε απόσταση βολής από τους ταμπουρωμένους Ελληνες που τους περίμεναν.
Οι πρώτες ομοβροντίες από τα ελληνικά πυροβόλα αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, οι οποίοι στη συνέχεια δέχθηκαν την επίθεση του «αντιαρματικού συγκροτήματος», το οποίο απετελείτο από τέσσερα αντιαρματικά όλα κι όλα. Εννέα τεθωρακισμένα άρματα των «Κενταύρων» αχρηστεύονται. Ορθιοι έξω από τα χαρακώματα οι έλληνες στρατιώτες αλάλαζαν «Αέρααα!», ιαχή που πρωτακούστηκε στο Καλπάκι και έμελλε να τρομοκρατεί τους αντιπάλους καθ' όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ως τις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλοί έκαναν πολλές σφοδρές προσπάθειες να καταλάβουν το Καλπάκι και να περάσουν από εκεί. Δεν τα κατάφεραν όμως και στις 9 Νοεμβρίου το πήραν απόφαση ότι το μέτωπο στο Καλπάκι δεν σπάει και υποχώρησαν. Η άρτια σχεδιασμένη επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ηπείρου είχε αποτύχει εντελώς.
Η μάχη της Πίνδου
Αλλά το κρίσιμο πρόβλημα της ελληνικής αντίστασης στην επίθεση των ιταλικών στρατευμάτων ήταν η Πίνδος. Οι λιγοστοί άνδρες του Αποσπάσματος Πίνδου με διοικητή τον Δαβάκη ήταν εντελώς ανεπαρκείς για να υπερασπιστούν ένα μέτωπο 70 χιλιομέτρων, από την Κόνιτσα ως το Επταχώρι όπου βρισκόταν και ο Σταθμός Διοικήσεως.
Ο Δαβάκης ήταν καινούργιος στην περιοχή. Είχε αναλάβει τη διοίκηση του τομέα της Πίνδου μόλις δύο μήνες πριν και είχε υπό τις διαταγές του όλα κι όλα τρία τάγματα ή μάλλον δύο, αφού το ένα, στις 28 Οκτωβρίου, βρισκόταν καθ' οδόν προς το Επταχώρι από τον Πεντάλοφο. Ετσι, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου εμφανίστηκαν οι αλπινιστές της μεραρχίας «Τζούλια», σε ένα μέτωπο από τον Γράμμο ως την Κόνιτσα, ο Δαβάκης, εκτός από το πεζικό, διέθετε μόνο έξι διμοιρίες πυροβολικού, ελάχιστα πολυβόλα στους λόχους και ακριβώς μιάμιση ορεινή πυροβολαρχία. Είχε επίσης και δύο σωλήνες όλμων, χωρίς όμως βλήματα, μια και τους όλμους τους μετέφερε το τάγμα που ερχόταν από τον Πεντάλοφο στο Επταχώρι.
Οι ειδήσεις που έφθαναν στο Επταχώρι ήταν απελπιστικές: Τα λιγοστά φυλάκια προκάλυψης που είχε ο Δαβάκης δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον εχθρό, ο οποίος προχωρούσε ακάθεκτος στη διείσδυσή του στην Πίνδο. Τι μπορούσαν να κάνουν οι λίγοι αυτοί στρατιώτες, εκ των οποίων μάλιστα οι περισσότεροι έβλεπαν για πρώτη φορά πόλεμο; Ο Δαβάκης κρατώντας την ψυχραιμία του προσπάθησε να εμψυχώσει τους άνδρες του λέγοντάς τους ότι σε λίγο θα έφθαναν ενισχύσεις. Ωστόσο τις τρεις επόμενες ημέρες (29, 30 και 31 Οκτωβρίου) οι Ιταλοί έμοιαζαν αήττητοι: Από το βόρειο μέρος του μετώπου προσπαθούσαν να ανοίξουν δίοδο προς την Καστοριά, στο κέντρο το 8ο Σύνταγμα της «Τζούλια» ήθελε να περάσει ανάμεσα στον Γράμμο και στον Σμόλικα προς το Κεράσοβο και τη Σαμαρίνα και στα νότια το 9ο Σύνταγμα βάδιζε προς τη Βωβούσα για να φθάσει από εκεί στο Μέτσοβο. Ο Δαβάκης ήξερε ότι μόνο η έγκαιρη άφιξη ενισχύσεων μπορούσε να ανακόψει την προέλαση των Ιταλών και να αποτρέψει την κατάρρευση του μετώπου. Με τις λιγοστές δυνάμεις του προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο ούτως ώστε να φθάσουν οι ενισχύσεις.
Και, σαν πραγματικό θαύμα, χωρίς μεταγωγικά μέσα, με πεζοπορία ατέλειωτων ωρών, νηστικοί και άυπνοι έφθασαν στις 3 Νοεμβρίου στο Επταχώρι οι άνδρες της Ι Μεραρχίας Πεζικού της V Ταξιαρχίας Πεζικού ενώ ολόκληρη η Μεραρχία Ιππικού είχε αποστολή να ανακόψει την προέλαση των Ιταλών προς το Μέτσοβο. Σημαντικότατη βοήθεια στον αγώνα κατά των Ιταλών στην Πίνδο πρόσφεραν οι γυναίκες των γύρω χωριών. Με απαράμιλλο θάρρος και υπεράνθρωπη προσπάθεια κάλυπταν τις ελλείψεις του στρατού σε μεταγωγικά. Μέσα από δύσβατα μονοπάτια, κουβαλώντας στην πλάτη τους κάσες με πυρομαχικά και όπλα, ανέβαιναν στις βουνοκορφές για να δώσουν τα εφόδια στους μαχομένους.
Στο μεταξύ οι ιταλικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει τη Σαμαρίνα και τη Βωβούσα και απείχαν μόλις έξι ώρες με τα πόδια από το Μέτσοβο, το οποίο, αν το έπαιρναν, θα έκοβε την Ελλάδα στα δύο.
Στις 3 Νοεμβρίου ωστόσο οι Ιταλοί κατάλαβαν ότι οι νίκες τους ήταν πρόσκαιρες. Τα τμήματα της «Τζούλια» που είχαν προωθηθεί από το Κεράσοβο προς τη Σαμαρίνα αποκόπηκαν. Προσπάθησαν να ξεφύγουν προς τα Γρεβενά και, όταν συνειδητοποίησαν ότι η δίοδος φυλασσόταν από την Ταξιαρχία Ιππικού, εξαπέλυσαν εναντίον της μια τρομερή επίθεση. Οι ιππείς κινδύνεψαν να αποδεκατιστούν αν δεν επενέβαινε την κατάλληλη στιγμή η μικρή, εξαθλιωμένη αλλά ηρωική Ελληνική Αεροπορία. Την ίδια ημέρα η Ταξιαρχία Ιππικού μπήκε θριαμβευτικά στη Σαμαρίνα. Την επομένη τμήματα της Ι Μεραρχίας Πεζικού ανακατέλαβαν τη Βωβούσα. Ο δρόμος προς το Μέτσοβο είχε αποκοπεί για τους Ιταλούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν όπως όπως. Ο μόνος δρόμος που τους απέμενε ήταν η οπισθοχώρηση.
Τις επόμενες ημέρες το σφυροκόπημα των Ιταλών από τους Ελληνες συνεχίστηκε και στις 10 Νοεμβρίου τα ράκη της υπερήφανης «Τζούλια» σύρθηκαν προς την Κόνιτσα όπου τους περίμενε η μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την κατάκτηση της Κέρκυρας αλλά το ιταλικό Επιτελείο αποφάσισε να τη στείλει στην Κόνιτσα για να αντιμετωπίσει το φιάσκο των πρώτων ημερών του πολέμου.
Η ελληνική προέλαση στην Αλβανία
Εξαλλος ο Μουσολίνι από την αποτυχία των ιταλικών δυνάμεων αντικατέστησε στη διοίκηση των στρατευμάτων της Αλβανίας τον στρατηγό Πράσκα με τον υφυπουργό Στρατιωτικών Σοντού. Στο μεταξύ ο ελληνικός στρατός, αφού πέταξε τους Ιταλούς έξω από τα σύνορά μας, άρχισε να προελαύνει μέσα στο αλβανικό έδαφος και να καταλαμβάνει τη μία πόλη μετά την άλλη: Κορυτσά (22 Νοεμβρίου), Πόγραδετς (30 Νοεμβρίου), Πρεμετή (3 Δεκεμβρίου), Αγιοι Σαράντα (6 Δεκεμβρίου), Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου), Χιμάρα (22 Δεκεμβρίου), Κλεισούρα (10 Ιανουαρίου 1941).
Το αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση 27 ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία από 16 ελληνικές μεραρχίες και η επέκταση των ελληνικών συνόρων 60 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο Μουσολίνι στην απελπισία του άλλαξε και πάλι τον στρατιωτικό διοικητή της Αλβανίας επιλέγοντας τον στρατηγό Καμπαλέρο, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Οι νίκες αυτές του ελληνικού στρατού εναντίον των Ιταλών στάθηκαν βαρύ πλήγμα για τον άξονα Βερολίνου - Ρώμης. Ο Χίτλερ θέλοντας να βοηθήσει τον σύμμαχό του υπέγραψε εντολή επίθεσης κατά της Ελλάδας στις 13 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει το σχέδιο της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Μουσολίνι χολωμένος από την αποτυχία του να κατακτήσει την Ελλάδα κάνοντας έναν απλό περίπατο, όπως είχε ελπίσει, σχεδίαζε τώρα να εξαπολύσει την περίφημη «εαρινή επίθεση» για να συντρίψει επιτέλους τον ελληνικό στρατό.
Στο μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1941 πέθανε ο Μεταξάς και διάδοχός του ορίστηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Β' ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος δεν φάνηκε και τόσο επαρκής για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση και τον ορατό πλέον κίνδυνο της γερμανικής εισβολής. Στο μέτωπο, λόγω και του χειμώνα ο οποίος ήταν δριμύς, επικρατούσε στασιμότητα. Το κυριότερο ωστόσο πρόβλημα ήταν οι τεράστιες ελλείψεις σε εφόδια και η υπερβολικά συντηρητική τακτική του Γενικού Στρατηγείου. Παρ' όλες όμως τις δυσκολίες ο ελληνικός στρατός ετοιμαζόταν και αυτός να αντικρούσει την «εαρινή επίθεση» του Μουσολίνι.
Οι ιταλικές δυνάμεις ήταν συντριπτικά υπέρτερες και ο εξοπλισμός τους ήταν ασύγκριτα αρτιότερος από των ελληνικών. Οι Ιταλοί, π.χ., είχαν 27 τάγματα πεζικού και οι Ελληνες μόνο 13. Οι Ιταλοί διέθεταν 120 πυροβόλα και οι Ελληνες μόλις 52. Επίσης τα ιταλικά στρατεύματα είχαν βοήθεια από 300 τελευταίου τύπου αεροσκάφη ενώ η Ελληνική Αεροπορία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Για να τονώσει το ηθικό του στρατού του ο Μουσολίνι αποφάσισε να πάει στην Αλβανία και να παραστεί ο ίδιος, επικεφαλής κλιμακίου αξιωματούχων της κυβέρνησής του, στην εξαπόλυση της μεγάλης επίθεσης εναντίον αυτών των αναιδών Ελλήνων που δεν τον άφηναν να αποδείξει στον Χίτλερ το πόσο σπουδαία στρατεύματα είχε και αυτός. Η επίθεση των Ιταλών εναντίον των Ελλήνων στην Αλβανία άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 και κράτησε ως τις 20 Μαρτίου χωρίς οι Ιταλοί να επιτύχουν τους στόχους τους.
«....Η μεγάλη ανοιξιάτικη επίθεση της 10ης Μαρτίου, όπως τη λέγαμε εμείς, που τόσο διθυραμβικά την προαναγγέλνανε τόσον καιρό και που σ' αυτήν στήριζαν τις ύστατες ελπίδες τους, είχε αρχίσει - πραγματικά φοβερή. Το πολεμικό τους υλικό ήταν άφθονο και το ρίχνανε αφειδώς. Το δικό μας γλίσχρο, αγωνιώδες, προβληματικό, μα σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμετάκλητη απόφαση: "Δεν θα περάσουν".
Εδώ και δυο-τρεις ώρες πιο πίσω από τις πρώτες γραμμές, η βοή της ακατάπαυτης μάχης μάς ερχότανε σαν ένα βαρύ, μόνιμο, χωρίς καμιά διακοπή, εξακολουθητικό μπουμπουνητό. Πίσω απ' το βουνό οι λάμψεις φωτίζανε τη νύχτα εκτυφλωτικά τον βαρυσυννεφιασμένο ουρανό, κ' οι νυχτερινές αεροπορικές επιδρομές, σε μας και στον αποκάτω μας δρόμο όπου πέρναγαν εσπευσμένως όλες οι εφοδιοπομπές μας, δεν παύανε μια στιγμή.
Μα μ' αυτά τα Υ.Α. που τους πιάναμε κάθε στιγμή με τα μηχανήματά μας υποκλοπής, μ' αυτά τα συνεχή ραδιοτηλεφωνήματα και τα τηλεγραφήματά τους, παρακολουθούσαμε και βλέπαμε καλά την κατάστασή τους: Τις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, την άμεση ανάγκη τους από τραυματιοφορείς, από υγειονομική υπηρεσία, και από πολεμικό υλικό, τις δικαιολογίες τους "εν αμαρτία" για την ομίχλη που εμποδίζει κάθε ορατότητα, τη σχεδόν αδιάκοπη αλλαγή κι αντικατάσταση των Διοικητών τους, τους νεκρούς, τους τραυματίες και τις εσπευσμένες, αγωνιώδεις τους αιτήσεις για όλμους! για όλμους! για όλμους! και για εντονότερη, συνεχή, ακατάπαυστη και ιδίως πιο αποτελεσματική δράση του Πυροβολικού τους. Και προσοχή! Προς Θεού, προσοχή! - τους χτυπάει πολλές φορές αυτούς τους ίδιους!
Μα και τα δικά μας τηλεφωνήματα που λάβαινα τη νύχτα, είχαν κι αυτά μέσα τους όλη τη δραματικότητα της στερνής απόφασης με σφιγμένα δόντια: "Υλικό! Υλικό! " γυρεύανε από παντού. Ολα τελειώνουν, οι εφοδιοπομπές είναι ανεπαρκείς, υπάρχουν τμήματα που σε λίγο θα εξαντλήσουν το τελευταίο τους φυσίγγιο. Και τότε ήταν οι κατεπείγουσες διαταγές να παρθούν όλα, ανεξαιρέτως όλα τ' αυτοκίνητα, από κάθε μονάδα, όπου και να βρίσκεται, όποια και να 'ναι - Πυροβολικό, Μηχανικό, Αεροπορία, Ορχος - και να μη μείνει ούτ' ένα, ό,τι και να 'ναι,όποιο σαράβαλο και να 'ναι, που να μην κατέβει να φορτώσει στα Γιάννενα και να τραβήξει ολοταχώς, μες στα όλα, για πάνω.
Κάθε βράδυ, μόλις σουρούπωνε, έφταναν από το μύλο, όπου τους ξεφορτώνανε, πλήθος έφεδροι αξιωματικοί του πεζικού που ίσαμε τώρα ήτανε σε υπηρεσίες κάπως πιο μετόπισθεν, και παρουσιάζονταν ένας ένας, δυο δυο, τρεις τρεις, στο Ι Γραφείο, που αμέσως τους έδινε φύλλο πορείας, για την καινούργια τους μονάδα. Επρεπε να φύγουν αμέσως και να φτάσουν στον προορισμό τους το γρηγορότερο, για να συμπληρωθούν τα κενά που 'χαν δημιουργηθεί στις τάξεις μας. Ολοι τους ήτανε παραζαλισμένοι, ακατατόπιστοι ακόμα, φορτωμένοι μ' όλα τους τα εφόδια - έπαιρναν το χαρτί, χαιρετούσαν, το τύλιγαν στα τέσσερα, το 'βαζαν στην έξω τσέπη του στήθους τους, τραβούσαν προς την κοντοστούπικια πράσινη πορτούλα μας που όλο ανοιγόκλεινε σπασμωδικά - και χάνονταν μέσα στη νύχτα.
Τα τηλέφωνα, οι διαταγές, οι αναφορές, οι αιτήσεις δεν παύανε ούτε στιγμή. Ολοι οι σύνδεσμοι ήταν στο πόδι, κι ο Δαλθανάσης μόλις πρόφτασε να μου φωνάξει ένα "Για σου, Μπεράτη" και να μου κλείσει, μ' ένα παράξενο χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό του, το μάτι. Παρ' όλες τις επιδρομές, δε γινόταν τώρα πια συναγερμός, ή, αν γινόταν, κανένας σχεδόν δεν το κουνούσε από τη θέση του, όπου κάθε στιγμή ήταν εντελώς απαραίτητος. Η μεγάλη χαρά όλων μας ήταν το βράδυ, όταν πια μαζεύονταν όλες οι αναφορές των Μονάδων μας, που επικυρώνανε λακωνικά κάθε πεποίθησή μας κι ελπίδα μας. Οχι, δε θα περάσουν. Οι απώλειες του εχθρού ήταν τεράστιες».
Εδώ και δυο-τρεις ώρες πιο πίσω από τις πρώτες γραμμές, η βοή της ακατάπαυτης μάχης μάς ερχότανε σαν ένα βαρύ, μόνιμο, χωρίς καμιά διακοπή, εξακολουθητικό μπουμπουνητό. Πίσω απ' το βουνό οι λάμψεις φωτίζανε τη νύχτα εκτυφλωτικά τον βαρυσυννεφιασμένο ουρανό, κ' οι νυχτερινές αεροπορικές επιδρομές, σε μας και στον αποκάτω μας δρόμο όπου πέρναγαν εσπευσμένως όλες οι εφοδιοπομπές μας, δεν παύανε μια στιγμή.
Μα μ' αυτά τα Υ.Α. που τους πιάναμε κάθε στιγμή με τα μηχανήματά μας υποκλοπής, μ' αυτά τα συνεχή ραδιοτηλεφωνήματα και τα τηλεγραφήματά τους, παρακολουθούσαμε και βλέπαμε καλά την κατάστασή τους: Τις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, την άμεση ανάγκη τους από τραυματιοφορείς, από υγειονομική υπηρεσία, και από πολεμικό υλικό, τις δικαιολογίες τους "εν αμαρτία" για την ομίχλη που εμποδίζει κάθε ορατότητα, τη σχεδόν αδιάκοπη αλλαγή κι αντικατάσταση των Διοικητών τους, τους νεκρούς, τους τραυματίες και τις εσπευσμένες, αγωνιώδεις τους αιτήσεις για όλμους! για όλμους! για όλμους! και για εντονότερη, συνεχή, ακατάπαυστη και ιδίως πιο αποτελεσματική δράση του Πυροβολικού τους. Και προσοχή! Προς Θεού, προσοχή! - τους χτυπάει πολλές φορές αυτούς τους ίδιους!
Μα και τα δικά μας τηλεφωνήματα που λάβαινα τη νύχτα, είχαν κι αυτά μέσα τους όλη τη δραματικότητα της στερνής απόφασης με σφιγμένα δόντια: "Υλικό! Υλικό! " γυρεύανε από παντού. Ολα τελειώνουν, οι εφοδιοπομπές είναι ανεπαρκείς, υπάρχουν τμήματα που σε λίγο θα εξαντλήσουν το τελευταίο τους φυσίγγιο. Και τότε ήταν οι κατεπείγουσες διαταγές να παρθούν όλα, ανεξαιρέτως όλα τ' αυτοκίνητα, από κάθε μονάδα, όπου και να βρίσκεται, όποια και να 'ναι - Πυροβολικό, Μηχανικό, Αεροπορία, Ορχος - και να μη μείνει ούτ' ένα, ό,τι και να 'ναι,όποιο σαράβαλο και να 'ναι, που να μην κατέβει να φορτώσει στα Γιάννενα και να τραβήξει ολοταχώς, μες στα όλα, για πάνω.
Κάθε βράδυ, μόλις σουρούπωνε, έφταναν από το μύλο, όπου τους ξεφορτώνανε, πλήθος έφεδροι αξιωματικοί του πεζικού που ίσαμε τώρα ήτανε σε υπηρεσίες κάπως πιο μετόπισθεν, και παρουσιάζονταν ένας ένας, δυο δυο, τρεις τρεις, στο Ι Γραφείο, που αμέσως τους έδινε φύλλο πορείας, για την καινούργια τους μονάδα. Επρεπε να φύγουν αμέσως και να φτάσουν στον προορισμό τους το γρηγορότερο, για να συμπληρωθούν τα κενά που 'χαν δημιουργηθεί στις τάξεις μας. Ολοι τους ήτανε παραζαλισμένοι, ακατατόπιστοι ακόμα, φορτωμένοι μ' όλα τους τα εφόδια - έπαιρναν το χαρτί, χαιρετούσαν, το τύλιγαν στα τέσσερα, το 'βαζαν στην έξω τσέπη του στήθους τους, τραβούσαν προς την κοντοστούπικια πράσινη πορτούλα μας που όλο ανοιγόκλεινε σπασμωδικά - και χάνονταν μέσα στη νύχτα.
Τα τηλέφωνα, οι διαταγές, οι αναφορές, οι αιτήσεις δεν παύανε ούτε στιγμή. Ολοι οι σύνδεσμοι ήταν στο πόδι, κι ο Δαλθανάσης μόλις πρόφτασε να μου φωνάξει ένα "Για σου, Μπεράτη" και να μου κλείσει, μ' ένα παράξενο χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό του, το μάτι. Παρ' όλες τις επιδρομές, δε γινόταν τώρα πια συναγερμός, ή, αν γινόταν, κανένας σχεδόν δεν το κουνούσε από τη θέση του, όπου κάθε στιγμή ήταν εντελώς απαραίτητος. Η μεγάλη χαρά όλων μας ήταν το βράδυ, όταν πια μαζεύονταν όλες οι αναφορές των Μονάδων μας, που επικυρώνανε λακωνικά κάθε πεποίθησή μας κι ελπίδα μας. Οχι, δε θα περάσουν. Οι απώλειες του εχθρού ήταν τεράστιες».
Η παγκόσμια ματιά
Αμέσως μετά την εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης ο Winston Churchill απέστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στην Ελληνική κυβέρνηση:
"Η Ιταλία εύρε τας απειλάς του εκφοβισμού ανωφελείς έναντι του ηρέμου θάρρους σας. Κατέφυγεν επομένως εις απρόκλητον επίθεσιν εναντίον της
πατρίδος σας, αναζητούσα εις αστηρίκτους κατηγορίας δικαιολογίαν της αισχράς της επιθέσεως. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ελληνικός λαός, υπό την αξίαν εμπιστοσύνης ηγεσίαν σας, αντιμετώπισε τους κινδύνους και τις προκλήσεις των τελευταίων μηνών, κατέκτησε τον θαυμασμόν του Βρετανικού λαού διά την Ελλάδα. Αι αρεταί αυταί θα ενισχύσουν τον Ελληνικόν λαόν και κατά την παρούσαν στιγμήν της δοκιμασίας. Θα σας παράσχωμεν την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην."
Και όταν πια ο Ελληνικός Στρατός έγραφε το Έπος της Πίνδου, είπε το περίφημο (εφημ. "Manchester Guardian", 19 Απρ. 1941): "Του λοιπού δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες πολεμούν ως ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες."
Ο Βρετανός υπουργός F. Noel Baker (Οκτώβριος 1942):
"Αν η Ελλάς ενέδιδε εις το τελεσίγραφο του Mussolini, ουδείς θα εδικαιούτο να την μεμφθεί... Ο Άξων θα εκυριάρχει στην Μεσόγειο... Η Συρία, το Ιράκ, η Περσία, η Κύπρος, θα κατελαμβάνοντο από τον Άξονα. Η Τουρκία θα εκυκλώνετο. Οι πετρελαιοπηγές της Εγγύς Ανατολής θα ήσαν στη διάθεσή του. Η οπίσθια θύρα του Καυκάσου θα ανοιγόταν δι' αυτόν... Χάρις εις την ελληνικήν αντίστασιν, μας εδόθη ο καιρός να αποκρούσωμε και να συντρίψωμε την ιταλικήν στρατιά, η οποία εκινήθη από τη Λιβύη κατά της Αιγύπτου, να εκκαθαρίσωμε την Ερυθράν Θάλασσα από τα εχθρικά πλοία, να μεταφέρωμε την αμερικανική βοήθεια προς την Εγγύς Ανατολή και να εξουδετερώσουμε έτσι την εχθρική απειλή εναντίον της... Αν το Στάλιγκραντ και ο Καύκασος κρατούν σήμερα, τούτο δεν είναι άσχετον προς την ελληνικήν αντίσταση, της οποίας επωφελούμεθα, μετά την πάροδον δύο ολόκληρων ετών. Ο κόσμος πραγματικά δεν δικαιούται να λησμονήσει τα ελληνικά κατορθώματα κατά την ιστορική εκείνη στιγμή."
Αμέσως μετά την εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης ο Winston Churchill απέστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στην Ελληνική κυβέρνηση:
"Η Ιταλία εύρε τας απειλάς του εκφοβισμού ανωφελείς έναντι του ηρέμου θάρρους σας. Κατέφυγεν επομένως εις απρόκλητον επίθεσιν εναντίον της
πατρίδος σας, αναζητούσα εις αστηρίκτους κατηγορίας δικαιολογίαν της αισχράς της επιθέσεως. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ελληνικός λαός, υπό την αξίαν εμπιστοσύνης ηγεσίαν σας, αντιμετώπισε τους κινδύνους και τις προκλήσεις των τελευταίων μηνών, κατέκτησε τον θαυμασμόν του Βρετανικού λαού διά την Ελλάδα. Αι αρεταί αυταί θα ενισχύσουν τον Ελληνικόν λαόν και κατά την παρούσαν στιγμήν της δοκιμασίας. Θα σας παράσχωμεν την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην."
Και όταν πια ο Ελληνικός Στρατός έγραφε το Έπος της Πίνδου, είπε το περίφημο (εφημ. "Manchester Guardian", 19 Απρ. 1941): "Του λοιπού δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες πολεμούν ως ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες."
Ο Βρετανός υπουργός F. Noel Baker (Οκτώβριος 1942):
"Αν η Ελλάς ενέδιδε εις το τελεσίγραφο του Mussolini, ουδείς θα εδικαιούτο να την μεμφθεί... Ο Άξων θα εκυριάρχει στην Μεσόγειο... Η Συρία, το Ιράκ, η Περσία, η Κύπρος, θα κατελαμβάνοντο από τον Άξονα. Η Τουρκία θα εκυκλώνετο. Οι πετρελαιοπηγές της Εγγύς Ανατολής θα ήσαν στη διάθεσή του. Η οπίσθια θύρα του Καυκάσου θα ανοιγόταν δι' αυτόν... Χάρις εις την ελληνικήν αντίστασιν, μας εδόθη ο καιρός να αποκρούσωμε και να συντρίψωμε την ιταλικήν στρατιά, η οποία εκινήθη από τη Λιβύη κατά της Αιγύπτου, να εκκαθαρίσωμε την Ερυθράν Θάλασσα από τα εχθρικά πλοία, να μεταφέρωμε την αμερικανική βοήθεια προς την Εγγύς Ανατολή και να εξουδετερώσουμε έτσι την εχθρική απειλή εναντίον της... Αν το Στάλιγκραντ και ο Καύκασος κρατούν σήμερα, τούτο δεν είναι άσχετον προς την ελληνικήν αντίσταση, της οποίας επωφελούμεθα, μετά την πάροδον δύο ολόκληρων ετών. Ο κόσμος πραγματικά δεν δικαιούται να λησμονήσει τα ελληνικά κατορθώματα κατά την ιστορική εκείνη στιγμή."
Ο Adolf Hitler ήταν αντίθετος με την ιταλική επίθεση, καθώς δεν ήθελε να ανοίξει Βαλκανικό μέτωπο, τη στιγμή που προετοίμαζε την εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ. Αλλά και διότι η επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδος, απρόκλητη και βάρβαρη επίθεση του Άξονα κατά ενός μικρού κράτους, και η ηρωική αντίσταση της τελευταίας, απετέλεσαν ισχυρά όπλα στα χέρια του Roosevelt, προκειμένου να κερδίσει την επανεκλογή του και να προωθήσει την κατά του Άξονα πολιτική του. Ο Ναύαρχος φον Κανάρης αναφέρει στα απομνημονεύματά του, ότι σε σύσκεψη στο Μπερχτεσγκάντεν την 1η Φεβρουαρίου 1941, προκειμένου να συζητηθούν οι εξελίξεις μετά το θάνατο του Μεταξά, και ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η Γερμανική επίθεση, ακούστηκε ο Hitler να μονολογεί: "Εάν επιτεθώ, θα μου πουν ότι κτυπώ πισώπλατα έναν ηρωικό λαό· εάν δεν επιτεθώ, προδίδω ένα φίλο και σύμμαχο (Mussolini)." Διέπραξε όμως την ατιμία αυτή, και τελικά οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν. Η ηρωική μάλιστα Ελληνική αντίσταση στα Οχυρά της Γραμμής Μεταξά τον έκανε να αναγνωρίσει σε λόγο του στο Ράιχσταγκ (4 Μαΐου 1941):
"Ενώπιον της Ιστορίας είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ότι, από τους μέχρι τώρα αντιπάλους μας, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με εξαιρετική γενναιότητα και δεν παραδόθηκε παρά όταν κάθε αντίστασή του ήταν αδύνατη. Ως εκ τούτου, απεφάσισα να μην κρατηθεί κανένας Έλληνας στρατιώτης αιχμάλωτος και οι αξιωματικοί να διατηρήσουν τα προσωπικά όπλα τους."
Όταν δε όλα θα έχουν κριθεί, θα ομολογήσει στην "Πολιτική Διαθήκη", την οποία υπαγόρευσε στον Borman, το Φεβρουάριο του 1945 στο Βερολίνο:
"Η κακή τροπή του πολέμου για τον Άξονα άρχισε από την περιττή και ανόητη επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδος, η οποία έδωσε την ευκαιρία στην Αγγλία να θέσει και πάλι τον πόδα της επί της Ευρώπης, στον Churchill να θριαμβολογήσει ότι η Αγγλία έχει και πάλι συμμάχους στον αγώνα της κατά του Άξονα, και στους εχθρούς του Ράιχ να αναθαρρήσουν."
"...Άνευ των δημιουργηθεισών υπό των Ιταλών δυσκολιών εκ της εκστρατείας των κατά της Ελλάδος, θα είχον επιτεθή εναντίον των Ρώσων εβδομάδας τινάς ενωρίτερον."
Θα γράψει το περιοδικό TIME (January 6, 1941, "1940 Man of the Year: Winston Churchill"):
"Benito Mussolini, thinking conquest was easy, proved the year's greatest flop.
[...] Among other Europeans who had made their mark in 1940, one was short, squat General John Metaxas, Premier of the Greeks, who had made a monkey of Benito Mussolini."
Αλλά και οι Ιαπωνικές εφημερίδες (Δεκέμβριος 1940):
"Η χώρα μας, εις την οποίαν ιδιαιτέρως τιμάται η ανδρεία, παρακολουθεί με θαυμασμόν τον αγώνα των Ελλήνων εις την Αλβανίαν, ο οποίος μας συγκινεί τόσον ώστε, παραμερίζοντες προς στιγμήν παν άλλο αίσθημα, αναφωνούμεν "Ζήτω η Ελλάς"."
Το ανιστόρητο σήμερα. . . .
Οι μαθητές δεν άκουσαν τίποτε....
Δεν γνωρίζουν:
* Επτά στα 10 παιδιά την Εθνική Αντίσταση
* Ενα στα δύο τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
* Το 24% την 28η Οκτωβρίου
* Το 18% την 25η Μαρτίου
* Το 17% την εξέγερση του Πολυτεχνείου
Τα στοιχεία περιλαμβάνονται σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε μαθητές (172 συνολικά) εσπερινών γυμνασίων. Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα, ένα μέρος των μαθητών μπέρδευε, μέσα σε ένα «σύννεφο» ιστορικής άγνοιας, τα γεγονότα των τριών επετείων: άλλοι θεωρούσαν ότι την 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε τη νίκη των Ελλήνων απέναντι στους Τούρκους και άλλοι ότι στο Πολυτεχνείο πολέμησαν οι Ελληνες με τους Γερμανούς.
Η έρευνα διεξήχθη το 2002, κάτι που σε τίποτα δεν αλλοιώνει την επικαιρότητά της. Το πλέον πιθανό, ότι σε μια παρόμοια σημερινή, τα ποσοστά θα ήταν απλά κατά πολύ υψηλότερα. Και κάθε φορά, το γεγονός θα αντιμετωπίζεται σαν ευθύνη των ίδιων των νέων ανθρώπων και όχι των εχόντων αναλάβει την εκπαίδευσή τους. Η δύναμη της εικόνας είναι μάλλον εκείνη που αποτυπώνεται ευκολότερα στη μνήμη των μαθητών, από την επιδερμική ιστορία που διδάσκονται. Το μόνο που συγκρατούν, οι σκηνές που έχουν πλέον γίνει παράδοση σε κάθε εθνική επέτειο, με τους εθνικιστικούς τσακωμούς στα παράθυρα της τηλεόρασης για τη χρησιμότητα ή μη των παρελάσεων, για το δικαίωμα ή μη των αλλοδαπών αριστούχων, να σηκώσουν την τιμημημένη σημαία.
Αυτά είναι τελικώς τα μηνύματα που απέμειναν, οι μέγιστοι προβληματισμοί που κληροδότησε στην σύγχρονη Ελλάδα εκείνο το έπος. Κατά πόσο ταυτίζονται με τα ιδεώδη των ηρώων του, ο ρατσισμός, ο εξαναγκασμός και η υποκρισία... Αυτό παλεύουμε ακόμα να κατανοήσουμε και να διαχειριστούμε, επτά δεκαετίες μετά.. Ζήτω το έθνος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου