Ανθρωποθυσίες!
Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι πολλοί προκολομβιανοί λαοί στην Κεντρική και τη Νότια Αμερική έκαναν ανθρωποθυσίες στους θεούς, όχι μόνο στο πλαίσιο θρησκευτικών τελετών, αλλά και ως ένα μέσο πολιτικής πίεσης, έμμεσης τρομοκράτησης των γειτονικών φυλών. Ήταν ένα μέσο απόλυτης κυριαρχίας.
Τα 200 σώματα που ήρθαν στο φως στα μέσα του 2002 πρέπει να κείτονται πάνω από έξι αιώνες σε εκείνη την απομονωμένη πεδιάδα: με τα χέρια και τα μάτια τους δεμένα, παραταγμένα προσεκτικά το ένα πλάι στο άλλο, σχημάτιζαν μια ευθεία γραμμή με κατεύθυνση προς τον ωκεανό. Έφεραν ακόμη έκδηλα τα σημάδια του πόνου και της αγωνίας, όταν ανακαλύφθηκαν από μια ομάδα του Εθνικού Ιδρύματος Πολιτισμού του Περού, 275 χιλιόμετρα βόρεια της Λίμας. Ο αρχαιολόγος Έκτωρ Γουέιλντ, επικεφαλής της αποστολής, δεν είχε πολλές αμφιβολίες σχετικά με την αιτία του θανάτου τους: επρόκειτο για τα λείψανα φτωχών ψαράδων που θυσιάστηκαν από τους Τσιμού στον Νι, το θεό της θάλασσας, γύρω στο 1350 μ.Χ.
Διαδεδομένες πρακτικές
Το μόνο ασυνήθιστο στοιχείο στο μακάβριο εύρημα είναι ο μεγάλος αριθμός των θυμάτων. Στο παρελθόν η τελετουργία της ανθρωποθυσίας ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Τη χρησιμοποίησαν διάφοροι λαοί, για να εξευμενίσουν ή να ευχαριστήσουν τους θεούς τους, να πετύχουν την εύνοια των πνευμάτων ή να βρουν μαγικές λύσεις σε προβλήματα. Ωστόσο, μόνο κάποιοι προκολομβιανοί πολιτισμοί της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής τής έδιναν τέτοια σημασία. Πρόβαιναν σε ανθρωποθυσίες με τόση σκληρότητα και σε τέτοια έκταση, που δίχως αυτές φαίνεται να μην είχαν λόγο ύπαρξης πολλές πολιτισμικές, θρησκευτικές και οικονομικές δομές τους. Οι Ίνκας, οι Ολμέκοι, οι Τολτέκοι και οι Μάγιας, όλοι έκαναν ανθρωποθυσίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη τους από τους πρόποδες του βουνού Αμπάτο στο Περού, όπου το 1995 ο ανθρωπολόγος Γιόχαν Ράινχαρντ ανακάλυψε την Κόρη των Πάγων, τη μούμια μιας κοπέλας που είχε θυσιαστεί από ιερείς των Ίνκας, για να καταλήξουμε στην Ιερή Χαράδρα του Τσιτσέν Ιτζά στο Γιουκατάν, όπου κείτονται τα σώματα πολλών θυσιασμένων ανθρώπων. Όλοι αυτοί οι πολιτισμοί, διαποτισμένοι με την αντίληψη ενός κυκλικού χρόνου, πραγματοποιούσαν ανθρωποθυσίες για να συνεχίσει το σύμπαν να κινείται, καθώς πίστευαν ότι μόνο το αίμα θα μπορούσε να του δώσει την απαραίτητη ορμή.
Σαν ταινία τρόμου
Οι Μάγιας, για παράδειγμα, έκοβαν τους λοβούς των αφτιών, τη γλώσσα, ακόμη και το πέος, με μαχαίρια ή ακονισμένα κόκαλα και ράντιζαν με αίμα τα αναθήματα που προσέφεραν στα είδωλα των θεών τους. Μάλιστα, σε περιόδους κρίσης ή μετά από συγκεκριμένες τελετές, όπως το παιχνίδι της μπάλας, που κάποιες φορές κατέληγε στο θάνατο του ηττημένου, πρόβαιναν σε ανθρωποθυσίες.
Οι θεότητες των Αζτέκων, από την άλλη, φαίνεται να είχαν μια άσβεστη δίψα για αίμα. Μέσα από τους ελάχιστους κώδικες που διασώθηκαν, τα ημερολόγια και τις αφηγήσεις κονκισταδόρων και χρονικογράφων, όπως του Μπερνάλ Ντίας ντελ Καστίγιο, ή ιεραποστόλων, όπως του Χοσέ ντε Ακόστα και κυρίως του φραγκισκανού μοναχού Μπερναρντίνο ντε Σαγκούν, έχουν φτάσει μέχρι τις ημέρες μας περιγραφές των βάρβαρων τελετών που πραγματοποιούσαν οι Αζτέκοι ιερείς. Σε καθεμία από τις 18 γιορτές τους, όπως και σε κάθε περίσταση με συμβολικό χαρακτήρα, θυσίαζαν ανθρώπους.
Η καρδιά του κόσμου
Οι Μεξικανοί πίστευαν ότι το σύμπαν θα σταματούσε να κινείται στο τέλος κάθε Νέας Φωτιάς, ενός κύκλου που διαρκούσε 52 χρόνια, αν οι θεοί δεν ένιωθαν αρκετά δυνατοί. Για να τους δώσουν δύναμη, εκτελούσαν μια ιεροτελεστία που ανάγεται στο πολύ μακρινό παρελθόν. Κατά τη διάρκειά της, έσβηναν όλες τις φωτιές στον οικισμό και έκαναν νυχτερινές ανθρωποθυσίες. Όταν άρχιζε να χαράζει, καταλάβαιναν ότι οι προσπάθειές τους είχαν στεφθεί με επιτυχία: ο κόσμος είχε πάρει παράταση για ακόμη 52 χρόνια! Τότε, άναβαν μια φωτιά πάνω από το σώμα του νεκρού και μετέφεραν τη φλόγα σε όλες τις κατοικίες.
Όπως υποστηρίζει ο Μιγκέλ Μποτέγια, διευθυντής του τμήματος Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, που μελετά το θέμα εδώ και 15 χρόνια, «σχεδόν πάντα, η ανθρωποθυσία, με όποιον τρόπο κι αν γινόταν (καίγοντας το θύμα, τρυπώντας το με βέλη, χτυπώντας το κ.λπ.), κατέληγε στην αφαίρεση της καρδιάς του». Πολλοί λαοί της Κεντρικής Αμερικής πίστευαν ότι αυτό το όργανο συγκέντρωνε την ενέργεια που κρατούσε τον κόσμο ζωντανό. Θεωρούσαν λοιπόν ότι με την απόσπασή του ευχαριστούσαν ιδιαίτερα τη θεότητα προς τιμήν της οποίας γινόταν η θυσία.
Σε αυτή τη μακάβρια πρακτική συνήθως συμμετείχαν πάνω από δύο άτομα. Συχνά έβαφαν το θύμα με γαλάζια μπογιά –σύμβολο της θυσίας– και το ανέβαζαν στην κορυφή του ναού. Στη συνέχεια, το ξάπλωναν πάνω σε μια πλατιά πέτρα ή πλάκα και οι ιερείς το κρατούσαν σφιχτά. Όπως συμπληρώνει ο Μιγκέλ Μποτέγια, «παρ’ όλο που οι πηγές αναφέρουν ότι σε πολλές περιπτώσεις κατά την τελετή χρησιμοποιούσαν μαχαίρια από πυρόλιθο ή οψιδιανό, δεν γνωρίζω αν έφτιαχναν εργαλεία με το δεύτερο υλικό». Ούτε οι περιγραφές που παρουσιάζουν τους θυσιαστές να ανοίγουν το θώρακα του θύματος έχουν επιβεβαιωθεί: «Στην πραγματικότητα, ξεκινούσαν από το πάνω μέρος της κοιλιάς, κόβοντας το θωρακικό διάφραγμα και φτάνοντας μέχρι την καρδιά, την οποία αφαιρούσαν ενώ ακόμη, κυριολεκτικά, παλλόταν. Αυτή η διαδικασία διαρκούσε λιγότερο από ένα λεπτό. Θα ήταν αδύνατο να πριονίσουν το θώρακα με αυτά τα λεπτά μαχαίρια και τις λεπίδες, τα οποία θα καταστρέφονταν αν έρχονταν σε επαφή με το στέρνο ή τα πλευρά», εξηγεί ο Μποτέγια.
Τίποτα δεν πάει... χαμένο
Μόλις τελείωνε η θυσία, συνήθως τοποθετούσαν την καρδιά σε μια κοιλότητα του αγάλματος που αναπαριστούσε τον τιμώμενο θεό. Το υπόλοιπο σώμα του νεκρού αφηνόταν να κατρακυλήσει στις σκάλες του ναού, μέχρι τη βάση του, από όπου το περισυνέλλεγαν. Με τα εντόσθια τάιζαν τα θηρία, ενώ τεμάχιζαν το κρέας. Αφαιρούσαν το δέρμα του κεφαλιού και τοποθετούσαν το κρανίο στον tzompantli, ένα μεγάλο βωμό φτιαγμένο ειδικά για αυτόν το σκοπό.
Το 1487 οι Αζτέκοι, μετά την αποπεράτωση της Μεγάλης Πυραμίδας του Τενοτστιτλάν, για να την καθαγιάσουν, θυσίασαν 80.400 ανθρώπους σε 20 σφαγές που έγιναν μέσα σε 4 ημέρες. Ήταν τέτοιο το μέγεθος της τελετής που όσοι επρόκειτο να θυσιαστούν έπρεπε να περιμένουν τη σειρά τους σχηματίζοντας ουρές που γέμιζαν τους δρόμους. Ο ιστορικός Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον, μελετητής των πολεμικών τεχνικών της αρχαιότητας και συγγραφέας του βιβλίου Σφαγή και πολιτισμός (Εκδόσεις Κάκτος), τονίζει ότι η συγκεκριμένη μαζική σφαγή, όπου εκτιμάται ότι θυσιάζονταν 14 άνθρωποι το λεπτό, ξεπερνά σε μέγεθος ακόμη και τις ομαδικές εκτελέσεις στα ναζιστικά στρατόπεδα του Άουσβιτς ή του Νταχάου. Οι ναζί, όταν πέτυχαν τη μέγιστη «αποδοτικότητά» τους, μπορούσαν να θανατώσουν μέσα σε μία ημέρα 19.000 ανθρώπους, «δουλεύοντας» 24 ώρες το 24ωρο και μάλιστα χρησιμοποιώντας πολύ πιο εξελιγμένες τεχνικές. Γεγονός που μας προκαλεί υποψίες ότι ενδεχομένως να υπάρχει μια δόση υπερβολής στην ιστορία των Αζτέκων ή ακόμη πως τα γεγονότα μπορεί να μεγαλοποιήθηκαν για λόγους προπαγάνδας.
Τελετή-θεσμός
Πενήντα χρόνια μετά τη μαζική σφαγή στο Τενοτστιτλάν, ο Μπερνάλ Ντίας ντελ Καστίγιο αφηγούνταν ότι είδε χιλιάδες κρανία στους tzompantli των μεγαλύτερων ναών της πόλης. Οι ειδικοί θεωρούν αυτό τον αριθμό δυσανάλογο, δεδομένου μάλιστα ότι οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κοντά στην πόλη, στο Τλατελόλκο, έφεραν στο φως μόλις 300 κρανία θυμάτων ανθρωποθυσίας.
Οι ανθρωποθυσίες μετρούσαν πλέον αρκετούς αιώνες «ζωής», όταν οι κονκισταδόρες πάτησαν το πόδι τους στο Νέο Κόσμο. Όπως υποστηρίζει ο Μιγκέλ Μποτέγια, «τα πιο παλιά ευρήματα στην Κεντρική Αμερική χρονολογούνται από την προκλασική περίοδο, η οποία άρχισε περίπου το 2500 π.Χ. για να τελειώσει τον 3ο αιώνα μ.Χ. Θα μπορούσαν να ανάγονται στην εποχή που δημιουργήθηκαν σύνθετες κοινωνίες, οι οποίες βασίζονταν στην καλλιέργεια καλαμποκιού».
Όπως και να έχουν τα πράγματα, στα τέλη του 15ου αιώνα αυτές οι τελετές είχαν γίνει πλέον θεσμός. Με τη συμβολή του ισχυρού ηγέτη Τλακαελέλ, ο οποίος εισήγαγε πολλές μεταρρυθμίσεις, αναδείχτηκαν σε εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο του πολιτισμού των Αζτέκων, όχι μόνο για θρησκευτικούς αλλά και για πολιτικούς λόγους.
Κάποια κείμενα, όπως οι Αφηγήσεις του ανώνυμου κονκισταδόρου, αναφέρουν ότι πολλές θυσίες ήταν εθελοντικές. Το εν λόγω χειρόγραφο επισημαίνει ότι «αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πιο αφοσιωμένοι στη θρησκεία τους, σε τέτοιο βαθμό που ζητούν να θυσιαστούν για τη σωτηρία της ψυχής τους, χύνοντας αίμα ως ανάθημα στα είδωλα των θεών τους». Όμως, ορισμένοι ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν ότι η θρησκευτική πίστη από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κλίμακα στην οποία γίνονταν θυσίες στην κοινωνία των Αζτέκων. Στην Ινδία για παράδειγμα, για να εξευμενίσουν την Κάλι, την πιο αιμοδιψή των θεοτήτων τους, αρκούσε να θυσιάσουν μία ανθρώπινη ζωή ανά μερικά χρόνια. Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια για τους ιθαγενείς του Μεξικού;
Μέσο τρομοκρατίας...
Μια θεωρία σχετικά με τις μαζικές θυσίες προτείνει ότι αποτελούσαν ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας, δεδομένου ότι αυτές οι μαγικές ιεροτελεστίες είχαν ως στόχο να εμποδίσουν φυσικές καταστροφές. Ο Έρικ Πέτιφερ, ερευνητής του τμήματος Ψυχολογίας στο καναδικό Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ, τονίζει ότι θα μπορούσαμε να τις μελετήσουμε και από οικονομική σκοπιά. Κατά τη γνώμη του, οι ανθρωποθυσίες συνιστούσαν έναν τρόπο «πληρωμής» που είχε επιλέξει το Τενοτστιτλάν για να διατηρεί την κυριαρχία του στις γειτονικές κοινότητες, καθώς το ίδιο δεν ήταν οικονομικά αυτάρκες. «Η δίψα των θεών ήταν η δίψα του Τενοτστιτλάν για εξουσία», εξηγεί ο ερευνητής. «Αντί να επιβληθεί με αγαθά και υπηρεσίες, επέλεγε να θυσιάσει τους υπηκόους του». Η θυσία θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί ένα μέσο τρομοκρατίας. Οι ευγενείς από άλλες κοινότητες που προσκαλούνταν σε αυτές τις βάρβαρες τελετές έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια τι θα πάθαιναν και εκείνοι αν αποφάσιζαν να στραφούν εναντίον των Αζτέκων.
Η γαλλικής καταγωγής εθνολόγος Λορέτ Σεζούρ, η οποία μελέτησε για τέσσερις δεκαετίες τα ευρήματα της Τεοτιχουακάν για λογαριασμό του Εθνικού Ιδρύματος Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Μεξικού, υποστήριζε ότι όποιος τολμούσε να φωνάξει ή να κλάψει κατά τη διάρκεια μιας θυσίας τιμωρούνταν σκληρά. Όταν αφαιρούσαν την καρδιά του θύματος, οι ευγενείς των γειτονικών οικισμών σάστιζαν και επέστρεφαν στα χωριά τους τρομοκρατημένοι. Με αυτό τον τρόπο, οι ανθρωποθυσίες διαιώνιζαν το μύθο της απόλυτης κυριαρχίας εκείνων που τις ασκούσαν.
...και κοινωνικής καταξίωσης
Η θεωρία ότι όποιος έφερνε αιχμαλώτους για θυσία αποκτούσε κύρος επίσης εξηγεί εν μέρει την κοινωνική δομή των Αζτέκων. Δεδομένου ότι όλοι οι άντρες της φυλής γίνονταν πολεμιστές –επομένως έπρεπε να αιχμαλωτίσουν εχθρούς για να τους θυσιάσουν–, μόνο όσοι εφοδίαζαν τους ιερείς συστηματικά με αιχμαλώτους είχαν την ευκαιρία να ενταχτούν στην ελίτ. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο, οι περισσότεροι θυσιασθέντες ήταν αντίπαλοι πολεμιστές.
Πηγή πρωτεϊνών;
Για να μην «ξεμένουν» από υποψήφια θύματα ούτε σε περιόδους ειρήνης, οι Αζτέκοι επινόησαν ένα είδος εικονικού πολέμου, τον λεγόμενο «εκλεκτό». Βασικό μέλημά τους, να πιάνουν πολλούς αιχμαλώτους, γι’ αυτό και οι στρατιωτικές τεχνικές τους εστίαζαν κυρίως στον τραυματισμό του αντίπαλου και όχι στη θανάτωσή του. Έτσι, εμπόδιζαν και τις πραγματικές εξεγέρσεις των υποτελών λαών. Παρ’ όλο που είναι σίγουρο ότι κάποιοι από τους αιχμαλώτους γίνονταν σκλάβοι, αυτή η τακτική δε θεωρούνταν ιδιαίτερα επικερδής: όποιος προσέφερε έναν αιχμάλωτο για θυσία αποκόμιζε τέσσερις φορές περισσότερα κέρδη.
Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Μάικλ Χάρνερ στο βιβλίο του The ecological basis for Aztec sacrifice (Η οικολογική βάση της ανθρωποθυσίας στους Αζτέκους) υποστηρίζει ότι δε θα πρέπει να παραβλέψουμε μια ακόμη σημαντική θεωρία: σύμφωνα με αυτήν, το κρέας των θυμάτων αποτελούσε βασικό συστατικό της διατροφής των Αζτέκων και πολύτιμη πηγή ζωικών πρωτεϊνών, οι οποίες σπάνιζαν σε μια κοινότητα όπου δεν υπήρχαν μεγάλα οικόσιτα ζώα. Όπως τονίζει ο Χάρνερ, η επιβίωσή τους βασίζονταν σε τέτοιο βαθμό στην καλλιέργεια καλαμποκιού και φασολιών, ώστε μια κακή σοδειά, όπως αυτές που προκάλεσε η περίοδος ξηρασίας στα μέσα του 15ου αιώνα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε λιμό. Όμως, πρόσφατες εκτιμήσεις σχετικά με τη γεωργική παραγωγή του Τενοτστιτλάν –αν συνυπολογίσουμε και την καταβολή φόρων από υποτελείς λαούς– φαίνονται να διαψεύδουν αυτή τη θεωρία. Σήμερα, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι υπήρχε η πρακτική του τελετουργικού κανιβαλισμού, η υπόθεση της ανθρωποφαγίας στους Αζτέκους, που είχε προταθεί για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70, τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Μια άλλη θεωρία παρουσιάζει τις μαζικές σφαγές ως μέθοδο πληθυσμιακού ελέγχου. Στο βιβλίο Enigma of Aztec sacrifice (Το αίνιγμα της ανθρωποθυσίας στους Αζτέκους) ο Χάρνερ εκτιμά ότι το 15ο αιώνα μόνο στο κεντρικό Μεξικό θυσιάζονταν 250.000 άνθρωποι το χρόνο. Ο Ντέιβις Χάνσον μειώνει κατά πολύ αυτό τον αριθμό στο –πιο ρεαλιστικό, όπως υποστηρίζει– νούμερο των 20.000 ατόμων. Οι εκτιμήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά από πηγή σε πηγή, αλλά δεν παύουν να είναι τρομακτικές. Κι όμως, οι ίδιοι οι Αζτέκοι φαίνεται να υποστήριζαν έντονα αυτές τις πρακτικές. Όπως έλεγε και ένας από αυτούς, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Σεγκούν, «τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι σκοτώνουν τους εχθρούς τους στη μάχη. Εμείς το κάνουμε μετά»
focus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου