Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Τσαμουριά και οι Τσ(ι)άμηδες

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η Τσαμουριά και οι Τσ(ι)άμηδες

Οι λέξεις Τσάμης, τσάμικος (Τσιάμης, τσιάμικος), είναι ευρύτατα διαδεδομένες στον ελληνικό χώρο. Η πρώτη χρησιμοποιείται ως επώνυμο ή παρωνύμιο και η δεύτερη για τον προσδιορισμό του γνωστού κλέφτικου χορού και του δύστροπου ή φορτικού ανθρώπου. Π.χ. μου 'γινες τσάμικος ταμπάκος. Γενικώτερα, Τσάμηδες ονομάζονταν οι κάτοικοι της Τσαμουριάς. Τσαμουριά στη λαϊκή γλώσσα εξακολουθεί να λέγεται κυρίως η περιοχή Φιλιατών, Πάργας, Μαργαριτίου και Παραμυθιάς, δηλαδή ο χώρος της αρχαίας Θεσπρωτίας που απαρτίζει σήμερα τον ομώνυμο νομό. Η Τσαμουριά, δηλαδή ο τόπος των Τσάμηδων, εκτεινόταν ως τα χωριά του Δελβίνου και το Βουθρωτό. Η πεδιάδα της Παραμυθιάς και του Μαργαριτίου ήσαν οι πιο εύφορες περιοχές της Ηπείρου, γι' αυτό είχαν ελκύσει την προσοχή των ισχυρών τσάμικων οικογενειών που έλεγχαν κατά τρόπο φεουδαρχικό την περιοχή. Κατά τον 19ο αιώνα η περιοχή Φιλιατών είχε χωριστεί σε δύο σφόδρα αλληλομαχόμενες φατρίες, των Ντεκάτων και των Σεϊκάτων.

Στην Παραμυθιά δέσποζε επί δύο αιώνες η οικογένεια των Προνιαίων, που είχαν γίνει τύραννοι για τον τοπικό πληθυσμό. Οι Προνιάτες βρίσκονταν σε συνεχείς συγκρούσεις με τους Σουλιώτες που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους στο νότιο μέρος της Τσαμουριάς. Ο Αλή πασάς, προκειμένου να επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία του επί της Ηπείρου, κτύπησε όχι μόνο τους Σουλιώτες αλλά και τους μπέηδες της Τσαμουριάς.

Σχετικά με την καταγωγή των Τσάμηδων και του ονόματος των Τσάμηδων οι γνώμες ποικίλλουν. Εικάζεται πάντως ότι οι Τσάμηδες δεν αποτελούν ιδιαίτερη αλβανική φυλή. Ήσαν «σμιγάδι» Ελλήνων και Αλβανών οι οποίοι κατά τον 17ο αιώνα εξισλαμίσθηκαν όχι με τη βία αλλά από συμφεροντολογία, για να έχουν υπό τη δική τους κυριαρχία την περιοχή που κατοικούσαν.

Λόγω των μεταξύ τους επιγαμιών διαμόρφωσαν έναν ξεχωριστό τύπο: ήσαν ωραίοι στην εμφάνιση, υψηλοί, δυνατοί και ευκίνητοι, αλλά δόλιοι και εκδικητικοί, με έντονη την τάση της αρπαγής. Κατ'αντίθεση προς τους άλλους Ηπειρώτες, που είναι ο πιο έντονα μεταναστευτικός λαός της Ελλάδος, οι Τσάμηδες δεν είχαν τη ροπή για μετανάστευση.

Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο αριθμός των κατοίκων της Τσαμουριάς έφθανε τις 70.000. Τα δύο τρίτα, περίπου 50.000, ήσαν Χριστιανοί, και το ένα τρίτο, οι κατ' εξοχήν Τσάμηδες, μουσουλμάνοι. Οι χριστιανοί είχαν συνείδηση ελληνική και αποτελούν τη βάση του σύγχρονου πληθυσμού της περιοχής. Οι Μουσουλμάνοι είχαν ασταθή εθνική συνείδηση. Ως τις αρχές του αιώνα είχαν φρόνημα τουρκικό, λόγω όμως των ιταλικών προπαγανδών άρχισαν, καθ'ότι αλβανόφωνοι, ν'αποκτούν αλβανικό φρόνημα. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, βάσει της συνθήκης της Λωζάννης, οι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν.

Η ανταλλαγή έπρεπε να γίνει επί ημερών Θεοδόρου Πάγκαλου. Αλλ'ο δικτάτορας, που ήταν θαυμαστής του Μουσσολίνι και της ιταλικής φασιστικής πολιτικής, δεν συμπεριέλαβε στον ανταλλάξιμο πληθυσμό τους Τσάμηδες, που με υπόδειξη των Ιταλών, θεωρήθηκαν φύλο αλβανικό. Έτσι έμειναν στην Ελλάδα και έγιναν όργανα της ιταλικής πολιτικής εις βάρος της Ελλάδος.

Στη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης και κατά τους χρόνους της ιταλικής κατοχής ο ρόλος των μουσουλμάνων Τσάμηδων ήταν εγκληματικός. Πολέμησαν στο πλευρό των Ιταλών, κατέλυσαν τις ελληνικές αρχές, οργάνωσαν μονάδες τρομοκρατικής δράσης εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ευθύνονται για την εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς και για την εκτέλεση του νομάρχη Βασιλάκου και γι' αυτό αντιμετώπισαν την «μήνιν» των αντιστασιακών οργανώσεων της περιοχής.

Στη διάρκεια της γερμανικής φυγής οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, υπό το βάρος της ενοχής και υπό το κράτος της απειλής, εγκατέλειψαν, περίπου 18.000, την Ελλάδα και μέσω Κονισπόλεως έφθασαν στην Αλβανία, όπου έγιναν στηρίγματα του Χοτζικού και των μεταγενέστερων καθεστώτων. Αποτελούν την αιχμή της επιθετικής πολιτικής των αλβανικών διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδος.

Μεγάλο μέρος των Τσιάμηδων, μετά την κατάρρευση του αστυνομικού καθεστώτος, που είχε επιβληθεί στην Αλβανία, επανήλθε λαθραία στην Ελλάδα. Αυτοί κυρίως, συχνά εμφανιζόμενοι σαν βορειοηπειρώτες, παρόλο που είναι οι διώχτες του βορειοηπειρωτικού στοιχείου, πρωτοστατούν στην κακοποιό, εγκληματική και ανθελληνική προπαγανδιστική δραστηριότητα. Έχουν προμηθευτεί ταυτότητα Βορειοηπειρωτών και χρησιμοποιούν αρχαιοελληνικά ονόματα (π.χ. Φιλώτας), για να ασκήσουν την προπαγάνδα τους στους αφελείς.

***

Ως προς την καταγωγή του ονόματος έχει υποστηριχτεί ότι αυτό προέρχεται από τ' όνομα του Ισάμ, από το Λεσκοβίκι, που είναι ο πρώτος Ηπειρώτης αρνησίθρησκος. Οι απόγονοί του, Ισάμηδες έγιναν οι Σάμηδες ‐ Τσάμηδες. Άλλοι, όπως ο Πουκεβίλ, παράγουν το όνομα από τους Σάμεις, αρχαίο ιλλυρικό φύλο, και άλλοι από το όνομα του ποταμού Θύαμη (Καλαμά) κατά παραφθορά (Θυάμηδες ‐Τσιάμηδες), άλλοι από την τουρκική λέξη τσιάμ, που σημαίνει πεύκο, και άλλοι από το τουρκικό τσιαμούρ (= λάσπη, πηλός).

Εσχάτως λαμπρά μελέτη περί των Τσάμηδων (το σωστό είναι Τσιάμηδων) έγραψε ο Στέφ. Μπέτης υπό τον τίτλο Τσιάμης και Τσιαμουριά, που δημοσιεύτηκε στο «Ηπειρωτικό Ημερολόγιο», που εκδίδει η γεραρά «Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών» (τόμος 15ος‐16ος, 1993/4, σελ. 343‐385). Ο Μπέτης υποστηρίζει ότι η λέξη Τσιάμης προέρχεται από τη Θάμαρ, την ηπειρώτισσα πριγκιποπούλα, που σε ηλικία 17 ετών, το 1294, παντρεύτηκε το βασιλέα του Τάραντα Φίλιππο ντ'Ανζού (Ανδεγαυικό). Κατά τον Μπέτη, το όνομα Θάμαρ στα ηπειρωτικά προφέρεται Τσιάμα (όπως ο Θωμάς προφέρεται Τσιώμος) και από το όνομα της Τσιάμας οι κάτοικοι της περιοχής της ονομάσθηκαν Τσιάμηδες.

Όπως όμως παρατήρησα στην κριτική που έκανα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο για όλο το «Ηπειρωτικό Ημερολόγιο», μου είναι δύσκολο να δεχτώ την άποψη αυτή. Πρώτον, γιατί ο γάμος έγινε το 1294 και το όνομα Τσάμης‐Τσιάμης εμφανίζεται πολύ πιο αργά. Δεύτερον, δεν φαίνεται πιθανόν να ονοματισθεί μια περιοχή, που δόθηκε ως προίκα, με το όνομα της λήπτριας, αφού άλλωστε η Θάμαρ ούτε κατοίκησε ούτε διοίκησε τον τόπο αυτό. Μόνο ένας πολεμιστής φύλαρχος θα μπορούσε να αφήσει το όνομά του.


Η παραμονή των Τσάμηδων στην Ελλάδα
Υπόθεση Νταούτ Χότζα

Όπως αναφέραμε, πρόθεση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν να εκδιώξουν με κάθε θυσία τους Τσιάμηδες, που ήταν σίγουρο ότι θα μας δημιουργούσαν προβλήματα. Γράφει σύγχρονος ιστορικός:

«Όπως ήταν φυσικό, οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν από τότε (σημ. Σ.Ι.Κ. δηλαδή το 1925) αληθινή ʺεκστρατείαʺ για να πείσουν τους Τσάμηδες να φύγουν, καταβάλλοντας μάλιστα ιδιαίτερη προσπάθεια για τον προσεταιρισμό των ʺθρησκευτικών τους αρχηγώνʺ, δηλαδή των μουφτήδων. Η αντίδραση των οργάνων της αλβανικής προπαγάνδας ήταν σφοδρή: στις αρχές Απριλίου δολοφονήθηκε ο πρόεδρος της κοινότητας Βαρφάνης Χουσεΐν Ρουστάν, ο οποίος ήταν κεκηρυγμένος υπέρ της ανταλλαγής των Μουσουλμάνων εργαζόμενος αναφανδόν υπέρ αυτής. Και οι δύο ηθικοί αυτουργοί ήταν γνωστοί στις αρχές: δαπανούσαν αφειδώς χρήματα για να πείσουν τους Μωαμεθανούς της Τσαμουριάς να παραμείνουν στην Ελλάδα. Ο ένας μάλιστα είχε έλθει στην Ελλάδα μόλις τον Μάρτιο από την Κονίσπολη» (Δημήτρης Μιχαλόπουλος: Τσάμηδες, έκδ. Αρσενίδη. 1993, σελ. 53‐54).


Στα χρόνια όμως της δικτατορίας του Θεοδώρου Πάγκαλου τα πράγματα άλλαξαν. Ο δικτάτορας δεν συμπεριέλαβε στον ανταλλάξιμο πληθυσμό τους Τσάμηδες, που με υπόδειξη των Ιταλών θεωρήθηκαν σαν φύλο αλβανικό. Ήδη η διαδικασία για την αλβανοποίηση των Τσάμηδων είχε προχωρήσει χάρη στους επιδέξιους πράκτορες της Ιταλίας και, φυσικά, χάρη στο άφθονο χρήμα. Ο Αχμέτ Ζώγου, βασιλιάς της Αλβανίας, έστειλε στην Αθήνα τον βουλευτή Αργυροκάστρου Βασίλειο Μπαμίχα, πρόσωπο διαβλητό λόγω της αναμείξεώς του σε οικονομικά σκάνδαλα, και συναντήθηκε με τον Πάγκαλο, τον υπουργό Εξωτερικών Λουκά Κανακάρη‐Ρούφο και άλλα πρόσωπα, και κατάφερε ‐ασφαλώς όχι μόνος‐ να πετύχει τη δήλωση Ρούφου, πως από την ανταλλαγή θα εξαιρεθούν οι Τσάμηδες και ότι η ελληνική κυβέρνηση ως έκφραση καλής θελήσεως θα διαλύσει τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους.

Η πολιτική αυτή συνεχίσθηκε και μετά την πτώση του Πάγκαλου κι έτσι οι Τσάμηδες έμειναν στην Ελλάδα κι έγιναν όργανα της ιταλικής πολιτικής και φυσικά του συστηματικά καλλιεργούμενου αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού. Ακόμη κι όταν κάποιες οικογένειες Τσάμηδων, που είχαν τουρκική συνείδηση, ζήτησαν να μεταφερθούν στην Τουρκία, εμποδίστηκαν ‐με σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας‐ για να μην τους μιμηθούν και οι μουσουλμάνοι της Γιουγκοσλαβίας (Μιχαλόπουλος: όπ. παρ. σελ. 95‐96).

Όταν μάλιστα στην Τσαμουριά εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τότε οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες και η Αλβανία χάλασαν τον κόσμο, πως τάχα παραβιάζονται τα δικαιώματα των Τσάμηδων και πως η Ελλάς τάχα καταπιέζει τις θρησκευτικές μειονότητες. Η Αλβανία έφερε το ζήτημα στο Συμβούλιο της «Κοινωνίας των Εθνών» (ΚτΕ) αλλά ο εκπρόσωπός της εισέπραξε από τον Έλληνα εκπρόσωπο Ν. Πολίτη αποστομωτική απάντηση. Το Συμβούλιο δικαίωσε τον Έλληνα εκπρόσωπο και απέρριψε τις κατηγορίες των Αλβανών.

Οι Αλβανοί δεν σταμάτησαν ποτέ στα μετέπειτα χρόνια τις προκλήσεις. Σε συνεργασία με τους Τσάμηδες, πλήθος αλβανικών συμμοριών εξορμούσε από τ'αλβανικά σύνορα και λήστευε τους ηπειρωτικούς πληθυσμούς. Κι όταν τους κυνηγούσαν τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, κατάφευγαν στην Αλβανία. Γράφει ο «Αναδρομάρης» των Ιωαννίνων, ο αείμνηστος Γιάννης Νικολαΐδης στη δεκάτομη σειρά του μνημειώδους έργου Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου το ακόλουθο περιστατικό:

«Ας σημειωθεί ότι πριν από καιρό ένας άξιος Α.Δ.Χ. Ηπείρου, ο συνταγματάρχης Καργάκος, που βρισκόταν για επιθεώρηση στην περιοχή Θεσπρωτίας, λησμονήσας τον βαθμόν του, θυμήθηκε τα ένδοξα νιάτα του, μετουσιώθη εις ενωματάρχην, ώπλισε μουσουλμάνους πολίτες με το άστι ντούα ου! (έτσι θέλω) πήρε κι όσους χωροφύλακας ηδυνήθη να εξεύρη και εξώντωσε την τετραμελή συμμορίαν του Κατσέλη μέχρι ενός, δύο φονευθέντων και δύο συλληφθέντων, εν οις και ο αρχηγός» (Ελευθερία 24‐6‐28) (Ιωάννη Νικολαΐδη: Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου, τόμ. Ζʹ, σελ. 266).

Η «Ελευθερία» ήταν η εφημερίδα που έβγαζε στα Ιωάννινα ο μεγάλος λογοτέχνης Χρ. Χρηστοβασίλης. Ο εν λόγω Λεωνίδας Καργάκος, Ανώτατος Διοικητής Χωροφυλακής Ηπείρου σ' εκείνη την κρίσιμη εποχή είναι ο «μόνος, κατά την εφημ. Ήπειρωτικός Αγών" (27‐3‐28), ο οποίος εδωκεν εις την ανάκρισιν έναν νέον μίτον του όλου εγκλήματος». Πρόκειται για το έγκλημα και τη μεγάλη ληστεία της Πέτρας που έγινε από τους Ρετζαίους. Είχε μάλιστα «στριμώξει» και τον Αλβανικής καταγωγής διανοούμενο και πολιτευτή της Πρέβεζας, τον Αλή βέη Ντίνο, με την κατηγορία «ότι είχε στείλει τηλεγράφημα συμπαράστασης προς την αλβανική κυβέρνηση, η οποία είχε προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών, παραπονούμενη ότι η μουσουλμανική μειονότητα της Τσαμουριάς καταπιεζόταν από τις ελληνικές αρχές» (Νικολαΐδης, όπ. παρ., σελ. 253).

Όμως αν κάποιοι καταπιέζονταν, αυτοί ήσαν οι Έλληνες που «μαντρώθηκαν» μέσα στα σύνορα της αρτισύστατης Αλβανίας. Άρχισαν τότε, εν ονόματι της φιλίας, της προσέγγισης και της οικονομικής διείσδυσης ‐φυσικά!‐ να λειτουργούν ελληνοαλβανικοί σύνδεσμοι και ελληνοαλβανικά επιμελητήρια, ενώ οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι είχαν διαλυθεί από τον Πάγκαλο. Και ας έγραφε με αγωνία ο αείμνηστος Γιώργης Χατζής (ο πατέρας του Δημήτρη Χατζή) στην περίφημη εφημερίδα του Ήπειρος τα εξής:

«Εις τι θα ωφελήσουν όλα αυτά, δηλαδή η φιλία και η προσέγγιση των δύο συγγενών κόσμων, όταν ο Αλβανός σκέπτεται πώς να πιέση, να εξευτελίση και να εξολοθρεύση τον συγγενή του» (Νικολαΐδης: όπ. παρ. σελ. 72).

Στις διώξεις των ομογενών και στο κλείσιμο των ελληνικών σχολείων οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιδρούσαν υποτονικά, για να μη χαλάσουν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις. Μέχρι και στις ελληνικές στρατιωτικές σχολές ήλθαν για να σπουδάσουν δωρεάν Αλβανοί σπουδαστές. Ακόμη και ο Βενιζέλος, όταν επανήλθε στην πολιτική, αρνήθηκε να θέσει θέμα βορειοηπειρωτικού και συνέστησε στους Βορειοηπειρώτες να διαλύσουν τους συλλόγους τους, για να μη διαταράσσουν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις (Μιχαλόπουλος: όπ. παρ. σελ. 181).

Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν τον Απρίλιο του 1939 την Αλβανία, για να την μετατρέψουν σε προγεφύρωμα στις μελλοντικές επεκτάσεις τους στο βαλκανικό χώρο, χρησιμοποιήθηκαν αλβανικές συμμορίες, κυρίως Τσάμηδων, για να κάνουν «προβοκατορικές» πράξεις εναντίον της Ελλάδος. Ακόμη και ληστές μπήκαν στην υπηρεσία της «αλβανικής ιδέας». Έτσι σαν μία δήθεν βασική αφορμή για την ελληνοϊταλική εμπλοκή προβλήθηκε από τα ιταλικά χαλκεία ‐κυρίως από το πρακτορείο «Στέφανι»‐ η υπόθεση του Νταούτ Χότζα. Στις 11 Αυγούστου 1940 έκπληκτος ο κόσμος μάθαινε τα εξής από ανακοίνωση του πρακτορείου Στέφανι:

«Ο αλβανικός πληθυσμός ο υποτεταγμένος εις την Ελλάδα ευρίσκεται υπό την βαθείαν εντύπωσιν τρομερού πολιτικού εγκλήματος διαπραχθέντος εις την ελληνοαλβανικήν μεθόριον. Ο μέγας Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα, γεννηθείς εις την αλύτρωτον περιοχή της Τσαμουριάς, εδολοφονήθη αγρίως επί αλβανικού εδάφους πλησίον των συνόρων. Το σώμα του ευρέθη ακέφαλον. Εγνώσθη αργότερον ότι δολοφόνοι ήσαν Έλληνες πράκτορες, οι οποίοι παρέλαβον μεθʹεαυτών εις το ελληνικόν έδαφος την αποκοπείσαν κεφαλήν και την παρέδωσαν εις τας ελληνικάς αρχάς, αι οποίαι από πολλών ετών είχαν επικηρύξει τον Αλβανόν αυτόν πατριώτη. (...) Ο Νταούτ Χότζα ηναγκάσθη προ τινος να φύγη κρυφίως εκ Τσαμουριάς ίνα σωθή από τους διωγμούς των ελληνικών αρχών, αι οποίαι δεν του συνεχώρουν την ακαταπόνητον προπαγάνδαν του μεταξύ των συμπατριωτών του διά την προσάρτησιν της Τσαμουριάς εις την μητέρα πατρίδα» (Β. Π. Παπαδάκη: Διπλωματική Ιστορία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940‐1945, Αθήνα 1957, σελ. 58).

Η ανακοίνωση, αφού εξέταζε το θέμα των Τσάμηδων, όπως το παρουσίαζε η ιταλική και η αλβανική προπαγάνδα, τελείωνε με τη φράση:

«Σήμερον οι Αλβανοί της Τσαμουριάς θα εύρουν εις τα ανανεωθέντα πεπρωμένα της μητρός πατρίδος τον ακόμη ισχυρότερον λόγον διά να ελπίζουν» (Παπαδάκης, όπ. παρ. σελ. 59).

Όντως τέσσερις ημέρες μετά οι Αλβανοί της Τσαμουριάς είχαν κάθε ισχυρό λόγο για να ελπίζουν: στο λιμάνι της Τήνου ιταλικό υποβρύχιο βύθισε το ελληνικό πολεμικό «Έλλη» που συμμετείχε στον εορτασμό της Παναγίας! Και δύο μήνες αργότερα είχαν ακόμη ισχυρότερους λόγους να ελπίζουν: οι Ιταλοί επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδος. Μαζί τους συνέπρατταν και 4 τάγματα της αλβανικής «μιλίτσιας»!

Το Αθηναϊκό Πρακτορείο όμως έδωσε αμέσως την ακόλουθη απάντηση στο ιταλικό χαλκείο:
«Είμεθα εις θέσιν να βεβαιώσωμεν ότι αι πληροφορίαι αι μεταδοθείσαι εκ Τιράνων υπό του πρακτορείου Στέφανι περί δήθεν φόνου Αλβανού πατριώτου υπό Ελλήνων πρακτόρων είναι απολύτως αβάσιμοι. Προ δύο μηνών περίπου, δύο Αλβανοί, οι οποίοι κατόρθωσαν να εισδύσουν εις το ελληνικόν έδαφος, συνελήφθησαν και ανακριθέντες ωμολόγησαν ότι εφόνευσαν κατόπιν ρήξεως τον ονομαζόμενον Νταούτ Χότζα, ο οποίος ήτο γνωστότατος ληστής, επικηρυχθείς προ εικοσαετίας υπό της ελληνικής κυβερνήσεως λόγω φόνων και άλλων εγκλημάτων του κοινού δικαίου εκτελεσθέντων επί ελληνικού εδάφους» (Παπαδάκης, όπ. παρ. σελ. 61‐62).

Το Αθηναϊκό Πρακτορείο απεκάλυπτε ιταλική διακοίνωση της 25ης Ιουλίου στην οποία λεγόταν πως η ιταλική κυβέρνηση θα ζητούσε από την ελληνική να τις παραδοθούν οι Αλβανοί εγκληματίες. Φυσικά τέτοια αίτηση δεν υποβλήθηκε ποτέ. Όμως η ιταλική διακοίνωση ήταν απόλυτα σαφής. Την δημοσιεύω για να φανεί το πώς ένας κοινός κακοποιός την 25 Ιουλίου γίνεται μέγας εθνικός ήρωας στις 11 Αυγούστου. Λένε οι Ιταλοί:

«Την 17ην Ιουνίου ευρέθη μεταξύ Πόρτο Έντα (σημ. Σ.Ι.Κ.: έτσι είχαν ονομάσει οι Ιταλοί τους Αγίους Σαράντα προς τιμήν της Έντας, κόρης του Μουσσολίνι) και Κονισπόλεως. πλησίον των ελληνοαλβανικών συνόρων, ακέφαλον πτώμα. Αι έρευναι της επιτοπίου αρχής επέτρεψαν να εξακριβωθή ότι επρόκειτο περί ενός ονόματι Νταούτ Χότζα, ηλικίας 50 ετών, δασοφύλακα Αλβανού καταγομένου εκ Τσαμουριάς. πρόσφυγος εις Αλβανίαν από εικοσαετίας. Αι ανακρίσεις διεπίστωσαν ταυτοχρόνως ότι την 14ην Ιουνίου ο Νταούτ Χότζα είχε μεταβεί εις τους βοσκοτόπους των οποίων είχε την φύλαξιν, κειμένους εις την περιοχήν Σεσίν. Εκεί συνηντήθη μετά των Πίλο Κότσο, υιού του Ντίρνος, γεννηθέντος εις Μούρσι. ηλικίας 17 ετών, και Ηλία Φότο, υιού του Σοτέρ, γεννηθέντος εις Μούρσι, ηλικίας 24 ετών. Μετά σύντομον μετʹαυτών συνομιλίαν, ο Χότζα απεκοιμήθη υπό την σκιάν ενός δέντρου. Και ενώ εκοιμάτο, εδολοφονήθη ανάνδρως. υπό των εν λόγω ατόμων, τα οποία, αφού απεκεφάλισαν το πτώμα, κατέφυγαν, συναποκομίζοντας την κεφαλήν του θύματος, πέραν της ελληνικής μεθορίου, εις απόστασιν 30 λεπτών πορείας. Αι ιταλικαί αρχαί προέβησαν εις την σύλληψιν ενός ονόματι Κότσο Σουλλιότι, ιδιοκτήτη μύλου κειμένου πλησίον του τόπου όπου διεπράχθη το έγλημα, και ο οποίος λίαν πιθανώς είχε γνώσιν τούτου, ως και του πατρός του Πίλο Κότσο. Η πρεσβεία κατόπιν οδηγιών της κυβερνήσεώς της, έχει την τιμήν να ζητήσει όπως διαταχθή η προσωρινή σύλληψις του Πίλο Κότσο και Ηλία Φότο, ευρισκομένων επί ελληνικού εδάφους, λίαν πιθανώς εις Φιλιάτες ή εις τα περίχωρα, εν αναμονή τακτικής αιτήσεως εκδόσεως, η οποία θα υποβληθή οσονούπω υπό του αλβανικού υπουργείου Δικαιοσύνης» (Παπαδάκης, όπ. παρ. σελ. 62, ύποσημ.).

Αλλ' όπως γράφει ο Β. Π. Παπαδάκης, που τότε ήταν πρέσβυς από τους πιο σημαντικούς, τέτοια αίτηση «ουδέποτε υπεβλήθη». Όμως γιατί; Απλούστατα, ένας συνεργάτης του Μεταξά ετηλεφώνησε αμέσως στην εισαγγελία Ιωαννίνων και ζήτησε να δει αμέσως ‐αν υπήρχε‐απόσπασμα μητρώου του Χότζα. Και δύο μέρες μετά (στις 13 Αυγούστου) το Αθηναϊκό Πρακτορείο έκανε την ακόλουθη αποκάλυψη: ο Νταούτ Χότζα ήταν άγνωστος στο πάνθεον των μεγάλων πατριωτών, ήταν όμως πασίγνωστος στο πανδαιμόνιο των μεγάλων εγκληματιών.

Συγκεκριμένα:

1.Στις 3 Οκτωβρίου του 1913 είχε καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο από το κακουργοδικείο Πρεβέζης για συμμετοχή στο φόνο δύο μουσουλμάνων (Βεχίπ Τσίμο και Ζεκίρ Ρεχήπ).

2.Στις 14 Νοεμβρίου 1919 είχε καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο από το κακουργοδικείο Ιωαννίνων για τον φόνο των μουσουλμάνων Ζεκίρ Ζέκυ και Ραχίμο Χαμπίμπεη.

3.Στις 14 Ιουνίου 1921 με απόφαση του κακουργοδικειου Πρεβέζης ο Χότζα και οι συνένοχοι (μες στους οποίους ήταν και ο Κωνσταντίνος Σουλιώτης, προφανώς ο Κότσο Σουλλιότι της ιταλικής ανακοινώσεως) καταδικάσθηκαν ερήμην σε 15ετή ειρκτή για ληστρικές πράξεις εις βάρος μουσουλμάνων και χριστιανών και για οπλοφορία.

4.Με απόφαση του κακουργοδικειου Πρεβέζης (Δεκέμβριος του 1921) ο Νταούτ Χότζα καταδικαζόταν ερήμην εις τετραετή φυλάκιση για απόπειρα εκβιασμού.

5.Με απόφαση του κακουργοδικειου Ιωαννίνων (1923, υπ. αριθμ. 22) ο Χότζα και οι συνένοχοί του Τάκι Πλιάτσικας και Τάκι Ζόγας καταδικάσθηκαν ερήμην σε 18 χρόνια ειρκτή για απόπειρα φόνου. (Ο Ζόγα συνελήφθη αργότερα και εκτελέστηκε).

6.Με απόφαση της 6ης Μαΐου 1925 του κακουργοδικείου Ιωαννίνων ο Χότζα και δύο χριστιανοί συνένοχοί του καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο για απαγωγή, εκβιασμό και παράνομη οπλοφορία.

7.Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1925 του κακουργοδικείου Ιωαννίνων ο Χότζα κι ένας συνένοχός του (Τάκι Νικομάνη) καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο για ληστείες.
Με τέτοιους τίτλους «τιμής» ο Χότζα κατέφυγε, για να σωθεί, στην Αλβανία, όπου συνέχισε εκεί τη «λαμπρά» του σταδιοδρομία. Τη «βιογραφία» του Χότζα, γράφει ο Παπαδάκης, ήλθε να συμπληρώσει ένα τηλεγράφημα του ελληνικού υποπροξενείου Αργυροκάστρου (16 Αυγούστου 1940), το οποίο έλεγε:

«Ο φονευθείς ληστής υπηρετεί από πολλών ετών ως ιδιωτικός αγροφύλαξ εις κτήματα κείμενα εις την θέσιν Σαρώνια της περιφερείας Βούρκου. Συχνότατα εφιλονίκει μετά των ποιμένων και των κτηνοτρόφων και συχνότατα ήρχετο μετʹ αυτών εις ρήξεις και διαπληκτισμούς. Λέγεται ότι και ο φόνος του έλαβε χώραν κατόπιν λογομαχίας μετά ποιμένων. Προ ετών ο Νταούτ Χότζα είχε φυλακισθεί διά κλοπάς» (Παπαδάκης, όπ. παρ. σελ. 64‐65).

Τον επίλογο στη «βιογραφία» Χότζα ήλθε να γράψει το υποπροξενείο Αυλώνος με ένα τηλεγράφημα της 19 Αυγούστου 1940 που προσέθετε στην καθ' όλα «αξιόλογη» δράση του Χότζα τη λαθρεμπορία και τη ζωοκλοπή! Και συμπληρώνει ο Παπαδάκης:

«Διά του ποινικού μητρώου του Χότζα ήρχετο εις φως μία απροσδόκητος διά τους Ιταλούς λεπτομέρεια: ο Κώτσος Σουλιώτης, ο ανυπόπτως αναφερόμενος εις την ανακοίνωσιν της 25ης Ιουλίου, ήτο και αυτός φυγόδικος ληστής, παλαιός συμμορίτης του Χότζα. Ή μήπως αυτόν είχε βάλει η ελληνική κυβέρνησις να δολοφονήση τον Χότζα; Αλλά τότε, αφού ήτο εις χείρας των Ιταλών, διατί δεν απεκάλυπτε τα πάντα;» (Παπαδάκης, όπ. παρ. σελ. 65‐66).


Οι ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να πετύχουν μια ομαλή κατά το δυνατόν συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων στην περιοχή της Τσαμουριάς.

«Τα όσα όμως αυτοί διέπραξαν κατά την περίοδο 1941‐1944 σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού ναρκοθέτησαν κάθε δυνατότητα συμβίωσης. Έτσι, στις μάχες που, από τα τέλη Ιουνίου 1944, έγιναν στη Θεσπρωτία μεταξύ των ανταρτικών δυνάμεων του ʺΕθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμουʺ (ΕΔΕΣ) και των Γερμανών πολέμησαν στο πλευρό των τελευταίων και λίγο πριν ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της περιοχής, συγκεκριμένα μετά τη μάχη της Μενίνας (17‐18 Αυγούστου) διέσχισαν μαζικά τα σύνορα και πέρασαν στην Αλβανία» (Μιχαλόπουλος, όπ. παρ. σελ. 187‐188).

Η Μενίνα, η οποία αναφέρεται πιο πάνω, είναι χωριό που βρίσκεται πάνω στην αμαξωτή οδό Ιωαννίνων‐Ηγουμενίτσας, στο σημείο όπου ο δρόμος διακλαδώνεται με άλλο δρόμο που οδηγεί στην Παραμυθιά.

«Το ανωτέρω χωρίον είναι κτισμένο επί πεδινής γωνίας εδάφους, την οποίαν σχηματίζει ο ποταμός Καλαμάς, περιβάλλεται δε υπό υψηλών ορέων (...) ήτο δε καλώς ωχυρωμένη» (Στυλιανός Χούτας, Η εθνική αντίστασις των Ελλήνων (1941‐ 1945). Αθήνα 1961, σελ. 567).

Και συμπληρώνει ο Χούτας πως την Μενίνα κρατούσαν «250 περίπου Γερμανοί και Μουσουλμάνοι υπό την διοίκησιν Γερμανού ανθ/γού». Την επίθεση διεύθυνε ο επίλαρχος Αγόρος, ο ταγματάρχης Κρανιάς και ίλαρχος Ιω. Κατσαδήμας.

Ο Ιω. Κατσαδήμας είναι στενός φίλος μου και μου έχει εξιστορήσει διά μακρών την εγκληματική δράση των μουσουλμάνων Τσάμηδων εις βάρος του τοπικού πληθυσμού, που ουδέποτε τόλμησαν να αντιπαραταχθούν προς τα ένοπλα τμήματα των αγωνιζομένων Ελλήνων. Σε όλη τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες στάθηκαν στο πλευρό των Ιταλών, κατέλυσαν τις ελληνικές αρχές, οργάνωσαν συμμορίες για την άσκηση τρομοκρατίας εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού και ευθύνονται για την εκτέλεση του νομάρχη Βασιλάκου και των προκρίτων της Παραμυθιάς.

Το φοβερό αυτό έγκλημα περιγράφεται στο κείμενο που ακολουθεί:


ΤΣΑΜΗΔΕΣ ΚΑΙ ‘40

29 Σεπτεμβρίου 1943:
η εκτέλεση των προκρίτων της Παραμυθιάς

(Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1993 στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ως απότιση φόρου τιμής για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το φοβερό έγκλημα).

Επειδή εσχάτως άρχισε μετ'επιτάσεως να ανακινείται το θέμα των Τσιάμηδων και της Τσιαμουριάς από μέρους του καθεστώτος Σαλί Μπερίσα (και όχι μόνον), κρίνουμε σκόπιμο προοιμιακά να δώσουμε συνοπτικά το «ιστορικό» των Τσιάμηδων και της Τσιαμουριάς.

Ο τελευταίος αυτός όρος, κατά την Τουρκοκρατία, υποδήλωνε την περιοχή της αρχαίας Θεσπρωτίας (όχι του νυν νομού Θεσπρωτίας). Η περιοχή αυτή εκτεινόταν προς Νότον μέχρι των εκβολών του Αχέροντα, προς Βορράν μέχρι Βουθρωτού και προς Ανατολάς μέχρι των υπωρειών του όρους Τόμαρος (Ολύτσικας).

Οι κάτοικοι της περιοχής παλαιόθεν μετείχαν όλων των περιπετειών του Ελληνισμού (συμμετοχή στον Τρωικό Πόλεμο με 22 πλοία, στα Μηδικά, στον Πελοποννησιακό κ.λπ.). Κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Θεσπρωτία αποτέλεσε τμήμα του ακμάζοντος Δεσποτάτου της Ηπείρου (πρωτεύουσα η Άρτα). Μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου το 1449, η περιοχή περιέρχεται στους Τούρκους. Ελάχιστοι όμως από τους κατακτητές εγκαταστάθηκαν σ' αυτή. Μέχρι το 17ο αιώνα ο πληθυσμός ήταν κατά πλειονοψηφία χριστιανικός. Άρα, ο εκμουσουλμανισμός και ο εξαλβανισμός είναι νεώτερες κατασκευές, δεδομένου πως ούτε Αλβανοί από την καθαυτό Αλβανία εγκαταστάθηκαν στη Θεσπρωτία.

Τι ήσαν λοιπόν οι Τσιάμηδες; Αυτό που μπορούμε πρώτον με βεβαιότητα να πούμε είναι πως δεν πρόκειται για αλβανικό φύλο ή αλβανική φυλή. Το λεγόμενο από τον Πουκεβίλ (Γάλλο πρόξενο στην Αυλή του Αλή πασά) ότι οι Τσιάμηδες προέρχονται από την παλιά αλβανική φυλή των Σάμεις, είναι αναληθές, γιατί τέτοιο φύλο (ή φυλή) δεν υπάρχει. Το όνομα Τσιάμης προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις (=Καλαμάς).

Αυτό συνάγεται πρώτον από τον τρόπο που προφέρεται η λέξη Τσιάμης από τους ίδιους αλλά και από το γεγονός ότι υπάρχει πανελληνίως διαδεδομένο δημοτικό άσμα που λέγει: «Ποταμέ, Τσιάμη, ποταμέ μου κ.λπ.». Οι αποκαλούμενοι, λοιπόν, Τσιάμηδες, ήταν ένα νοθογενές συνονθύλευμα πληθυσμών, ακαθορίστου φυλετικής προελεύσεως που κατοικούσε στις περιοχές Παραμυθιάς, Φιλιατών, Πάργας και Μαργαριτίου και σε μερικά χωριά του Δελβίνου. Η διαφοροποίησή τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό έγινε σε δύο στάδια:

Πρώτον, κατά τις αρχές του 18ου αιώνα ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό για να σώσουν τις περιουσίες τους. Γι'αυτό και ο Τσιάμης έγινε για το λαό συνώνυμο του ανειλικρινούς ανθρώπου (βλ. την έκφραση «Τσάμικος ταμπάκος»). Το δεύτερο στάδιο αφορά στη γλώσσα και στην εθνικότητα: ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στους πληθυσμούς των Ιλλυρο‐ηπειρωτικών περιοχών γράφει ότι μερικοί ήσαν δίγλωσσοι («Ένιοι και δίγλωσσοι εισι»). Οι Τσιάμηδες άρχισαν να μιλούν κυρίως την αλβανική μετά την κυριαρχία των Αλβανών μπέηδων (ιδίως επί Αλή πασά) στις νότιες ηπειρωτικές περιοχές. Χρησιμοποιούσαν όμως (και χρησιμοποιούν) και την ελληνική. Παρά την αλβανοφωνία τους είχαν συνείδηση τουρκική και όχι αλβανική. Και τούτο μέχρι το 1925‐26.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η περιοχή Τσαμουριάς περιήλθε στην Ελλάδα. Στους Τσιάμηδες αναγνωρίσθηκαν δικαιώματα Έλληνα πολίτη. Γι'αυτό και αντέδρασαν στην προσπάθεια Ιταλίας και Αυστρίας που ήθελαν την υπαγωγή τους στο αρτισύστατο κράτος της Αλβανίας. Μια φράση από το Υπόμνημα που υπέβαλαν οι Τσιάμηδες της Θεσπρωτίας στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου στις 6 Νοεμβρίου 1913 είναι ενδεικτική:

«Θα συμπολεμήσουμε με τʹ αδέλφια μας τους Χριστιανούς, μέχρις εσχάτων, για νʹ αποκρούσομε το ζυγό του αλβανικού κράτους και να διατηρήσουμε την ελευθεριά μας στην αγκαλιά της μητέρας μας Ελλάδας...».


Η Ελλάς παύει σιγά‐σιγά να θεωρείται «μητέρα» από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος απαλλοτρίωσε τα τσιφλίκια των ισχυρών τσιάμηδων και τα διένειμε στους ακτήμονες. Από τη δυσαρέσκεια αυτή επωφελή θηκαν οι Ιταλοί που με επιδέξια προπαγάνδα κατόρθωσαν να «πείσουν» τους Τσιάμηδες ότι δεν είναι Τούρκοι, όπως πίστευαν, αλλά Αλβανοί! Δηλαδή η «αλβανοποίηση» των Τσιάμηδων συντελείται εντός 10 περίπου ετών (1913‐1925).

Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) που προέβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος‐Τουρκίας, οι Τσιάμηδες εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, πρώτον διότι με το υπ. αριθμ. 2874/2 υπόμνημά τους της 18ης Φεβρουαρίου 1926 δηλώνουν ότι είναι Αλβανοί ως προς τη γλώσσα και την καταγωγή, Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα αλλά Έλληνες πολίτες! Κυρίως όμως αυτό που συνέβαλε είναι η πίεση της Ιταλίας πάνω στην δικτατορική κυβέρνηση Θεοδώρου Πάγκαλου. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, λόγω του θαυμασμού που έτρεφε προς την μουσσολινική Ιταλία, διέπραξε το τεράστιο πολιτικό λάθος να εξαιρέσει τους Τσιάμηδες από την ανταλλαγή. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 οι χριστιανοί του νομού Θεσπρωτίας ήσαν 44.668, ενώ οι Τσιάμηδες 16.661, ήτοι το 1/3 του πληθυσμού (27%).

Η Ιταλία ήθελε να χρησιμοποιήσει τους Τσιάμηδες σαν λόγχη κατά της Ελλάδος. Και τους χρησιμοποίησε. Προς τούτο, πολλά τέκνα Τσιάμηδων της Θεσπρωτίας είχαν εκπαιδευθεί σε ιταλικά πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές. Έτσι, όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, τρία αλβανικά τάγματα στελεχωμένα με Τσιάμηδες εισέβαλαν μαζί με τους Ιταλούς στην Θεσπρωτία και επιδόθηκαν σε εμπρησμούς και βιαιοπραγίες.

Παράλληλα, άλλοι που υπηρετούσαν ‐ως Έλληνες πολίτες‐ στον ελληνικό στρατό έπαιξαν το ρόλο της «πέμπτης φάλαγγας». Μετά την κατάρρευση του μετώπου, οι Ιταλοί παρέδωσαν τη Θεσπρωτία στο έλεος των Τσιάμηδων. Συγκεκριμένα, σε στενή συνεργασία με επιφανείς Τσιάμηδες σχεδίασαν στην Παραμυθιά, όπου κατέλυσαν και διέλυσαν τις ελληνικές αρχές, τον πλήρη αφελληνισμό της περιοχής (3 Μαΐου 1941).

Έτσι σε μεικτά χωριά έδωσαν τη διοίκηση σε Μουσουλμάνους αποκλειστικά. Ίδρυσαν την Αλβανική Φασιστική Νεολαία «Μιλίτσια» και με διάταγμα της Ιταλικής κυβερνήσεως διορίστηκαν οι αδελφοί Νουρή Ντίνο και Ναζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά, ο μεν πρώτος Ύπατος Αρμοστής Θεσπρωτίας (!), ο δε δεύτερος Συνταγματάρχης της «Μιλίτσια».

Αργότερα ‐και πάντα υπό την σκέπη των Ιταλών‐ οι Τσιάμηδες ίδρυσαν την οργάνωση «Κσίλι Νασιονάλ Σκιπετάρ» (= Εθνική Αλβανική Επιτροπή), ένα είδος κυβερνήσεως που για λόγους συντομίας λεγόταν «Ξίλια». Η οργάνωση αυτή δημιούργησε 14 τάγματα που προέβησαν σε φοβερά εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Από τον μακρό κατάλογο της εγκληματικής δράσεως των Τσιάμηδων σταχυολογούμε ενδεικτικά τα ακόλουθα:

α. Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 δολοφονείται ο συμπατριώτης μου Νομάρχης Θεσπρωτίας Γεώργιος Βασιλάκος.

β. Στις 24 Οκτωβρίου εκτελείται στην Καλτέριζα ο ιερέας Ανδρέας Βασιλείου (Παπανδρέας).

γ. Στις 27 Ιουλίου 1943, μετά την αποτυχία της επιθέσεως κατά του χωριού Αγία Κυριακή (Πόποβο), 800 Τσιάμηδες της «Ξίλια» υπό την αρχηγία των αδελφών Ντίνο, σε συνεργασία με δυνάμεις Κατοχής, έκαναν επιδρομή στα χωριά του Φαναριού. Λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν 519 κατοικίες, σκοτώθηκαν 800 κάτοικοι (από αυτούς οι 231 ήσαν γυναίκες που προηγουμένως βιάσθηκαν) και συνελήφθησαν 500 άτομα που στάλθηκαν όμηροι στα Ιωάννινα. Ολοσχερής ήταν η απώλεια του κτηνοτροφικού πλούτου. Περίπου 24 χωριά ερημώθηκαν.

Πηγή: Η καταπληκτική μελέτη του Σαράντου Καργάκου «Αλβανοί, Αρβανίτες και Έλληνες», των εκδόσεων Σιδέρης.


2 σχόλια:

  1. Poli sosti i anafora sas gia tin anesxinti simperifora ton Tsamidon kai ta apotropaia egklimata pou diepraksan stin perioxi mas. Den anafereste omos sta egklimata pou ekanan sto Margariti, sto Morfati kai Spatharati. Episis den anafereste ston Dolofono Iasin Santik (Tourkalwanos stin katagogi)pou edrase stin perioxi Margaritiou kai Fanariou. Episis den anafereste sto Leontokardo Wasili Mpaloumi, pou me tin drasi tou esose pollous Ellines kai telika skotose ton diawoito egklimatia Jasin Santik sto Morfati.Episis gia ton adiko fono tou Papantrea apo to Karteri, kai oxi Kaltereza pou lete. Gia ola auta tha write istorika stixia stin istoselida www.margariti-gr,de stin katigoria Karteri kai Morfati Spatharati. Thomas Ginis Apo Margariti.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΘΩΜΑ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΟΠΩΣ ΘΑ ΕΙΔΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ. ΕΠΙΣΗΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΟΤΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΧΕΙΣ. ΕΤΟΙΜΑΣΕ ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΙ, ΚΑΡΤΕΡΙ ΚΤΛ.

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

    ΑπάντησηΔιαγραφή